Κυριακή, Αυγούστου 17, 2014

Σάκης Καράγιωργας: Σημασία ἔχει ὁ αἰώνας ποὺ γεννιέσαι, ὄχι ἡ μέρα….

Σάκης Καράγιωργας
Πύργος Ηλείας, 1930—17 Αυγούστου 1985
Σημασία ἔχει ὁ αἰώνας ποὺ γεννιέσαι, 
ὄχι ἡ μέρα….

Αὐτοβιογραφικὸ Σημείωμα1

Γεννήθηκα σὲ μιὰ μικρὴ πόλη, τὸν Πύργο. Γεμάτη ὑγρασία τὸ χειμώνα καὶ τροπικὴ ζέστη τὸ καλοκαίρι. Σὰν ἄρχιζαν οἱ βροχὲς τὸν Ὀκτώβρη δὲν ἔλεγαν νὰ σταματήσουν. Τοὺς ἄρεσε νὰ μουσκεύουν ἀνθρώπους, σπίτια καὶ ζῶα, μέρες καὶ νύχτες γιὰ μῆνες πολλούς. Πολλὲς φορὲς μέχρι τὴν ἄνοιξη. Τότε πιὰ ἄρχιζε ἡ ζωή.

Γεννήθηκα τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1930. Κανεὶς δὲ θυμᾶται ποιὰ μέρα. Οὔτε ἀκόμη κι αὐτὴ ἡ μάνα μου. Ὅμως θὰ πρέπει κάποτε νὰ ρωτήσω στὸ Δημαρχεῖο τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκα. Ὄχι γιατὶ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημα­σία. Σημασία ἔχει ὁ αἰώνας ποὺ γεννιέσαι, ὄχι ἡ μέρα. Ἀλλὰ νά, πρέπει νὰ ξέρω γιὰ νὰ μπορῶ νὰ πληροφορῶ τοὺς προληπτικούς, ποὺ ἐπιμόνως μ’ ἐρωτοῦν τὸ ζώδιό μου γιὰ νὰ μοῦ εἰποῦν τὴ μοίρα μου.


Μέχρι τὴ Δευτέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 δὲ θυμᾶμαι τίποτα ἀπὸ τὴ ζωή μου. Ὁρισμένα πρόσωπα καὶ γεγονότα ἔρχονται στὴ μνήμη μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὰ τοποθετήσω χρονικὰ ἢ νὰ ἀξιολογήσω τὴ σημασία τους. Αἰσθάνομαι ὅτι στὴν πραγματικότητα γεννήθηκα στὶς 10 ἡ ὥρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισα νὰ θυμᾶμαι τὰ γεγονότα, νὰ ἔχω συναισθήματα, νὰ ἀξιολογῶ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώ­πων. Τὸ πρῶτο γεγονὸς ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὁ συναγερμὸς στὶς 10 ἡ ὥρα στὶς 28 Ὀκτωβρίου. Παίζαμε μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου καὶ ξαφνικὰ ἀκούω ἕναν παράξενο ἦχο. Ἦταν ἡ σειρήνα. Τρόμαξα. Εἶδα ἀνθρώπους νὰ τρέχουν, μανάδες νὰ μαζεύουν τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς δασκάλους τρομο­κρατημένους νὰ μᾶς φωνάζουν νὰ πᾶμε γρήγορα σπίτια μας. Κι ὕστερα ἀπὸ λίγο βλέπω νὰ περνοῦν ἀεροπλάνα, πολλὰ ἀεροπλάνα. Ἔμεινα σὰν χαζὸς κοιτάζοντας τ’ ἀεροπλάνα. Μάλιστα, μοῦ φαινόταν διασκεδαστικό, γιατὶ ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχα δεῖ τόσα πολλὰ ἀεροπλάνα. Κάποιος μ’ ἅρπαξε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω βρέθηκα μέσα σ’ ἕνα φοῦρνο.

Τὸ δεύτερο γεγονὸς ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴ μάνα μου, τὸν πατέρα μου καὶ τὰ ἀδέρφια μου. Ἦταν πρωί. Ἡ μάνα μου μαγείρευε χόρτα καὶ τηγάνιζε ψάρια. Κείνη τὴ στιγμὴ ἦρθε ὁ θεῖος Γιώργης. Φιλιά, ἀγκαλιὲς κ.λπ. Καὶ τὸ μεσημέρι ποὺ τρώγαμε ὁ θεῖος εἶπε: «Ἦρθα νὰ πάρω τὸ παιδὶ στὸ χωριὸ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τοὺς βομβαρδισμούς». Τὸ "παιδί" ἤμουν ἐγώ. Καμιὰ ἀντίρρηση ἀπὸ τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου. Μάλιστα ἡ μάνα μου εἶπε: «Νὰ τὸ πάρεις, ἀδελφούλη μου, νὰ σωθεῖ τουλάχιστο τὸ παιδί». Μ’ ἑτοίμασε, μὲ φίλησε κι ὁ θεῖος μὲ πῆρε. Ἀπὸ τότε ἔπαψα νὰ ἀγαπῶ ὅλους τοὺς θείους. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὴ σκληρὴ δουλειὰ στὸ κτῆ­μα. Μὲ εἶχαν ντυμένο μὲ κουρέλια, σὰ γύφτο. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶσαι ντυ­μένος στὰ χωράφια. Χώματα, λάσπες, φουσκιά. Ὅλα αὐτὰ ἀπαιτοῦσαν μιὰ τέτοια περιβολή. Τὰ καθήκοντά μου εἶχαν προκαθοριστεῖ σὲ μιὰ συζή­τηση μεταξὺ τοῦ θείου Κωστῆ, τοῦ θείου Σπύρου καὶ τῆς θείας Φαίδρας: Νὰ καθαρίζω τὸ πρωὶ τὰ κοτέτσια καὶ νὰ ταΐζω τὶς κότες, νὰ μαζεύω τὶς κληματόβεργες καὶ νὰ φτιάχνω δεματιές, νὰ κόβω χορτάρι γιὰ τὸ ἄλογο, νὰ κουβαλάω φουσκὶ καὶ ἄλλες παρόμοιες. Ἀργότερα ἀποφάσισαν ὅτι θὰ μποροῦσα καὶ νὰ σκάβω. Ἡ καλύτερη δουλειὰ γιὰ μένα ἦταν νὰ πηγαίνω καὶ νὰ κερνάω κρασὶ τοὺς ἐργάτες ποὺ ἔσκαβαν. Ἔνιωθα μιὰ στιγμὴ ἀγαλλίασης καὶ φούσκωνα ἀπὸ χαρά, γιατὶ αἰσθανόμουν ὅτι ἐγὼ τοὺς πρόσφερα αὐτὴ τὴν ἱκανοποίηση. Ὁ Σπύρος ἦταν σκληρός. Δὲ θυμᾶμαι ποτὲ νὰ γέλασε ἢ νὰ μοῦ εἶπε μιὰ καλὴ κουβέντα. Ἔπρεπε νὰ τὰ ξέρω ὅλα, νὰ τὰ κάνω ὅλα σωστά. Ἀλλιῶς μὲ ἔβριζε μὲ ἕναν τρόπο, ποὺ πολλὲς φορὲς μὲ γέμιζε ἀγανάκτηση καὶ πόνο. Ὁ Κωστὴς ἦταν καλός. Πάντα κεφάτος καὶ γελαστός, μοῦ ἔδειχνε μὲ καλοσύνη τὶς διάφορες δουλειές, μ’ ἔβαζε νὰ τραγουδάω, μ’ ἔπαιρνε μαζί του στὸ κυνήγι, κι ὅταν ἀνεβαίναμε καμιὰ φορὰ στὸ χωριό, μ’ ἔδειχνε μὲ καμάρι στοὺς φίλους του λέγοντας: «Κοιτᾶξτε ἀνιψιὸ ποὺ ἔχω. Αὐτὸς μιὰ μέρα θὰ γίνει μεγάλος ἄνδρας». Ὁ Σπύρος εἶχε καταντήσει ἀνυπόφορος. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸν ἀντέξω. Καὶ μιὰ μέρα ἐπαναστάτησα.

Εἶχε ρθεῖ ὁ μεγάλος μου ὁ ἀδερφὸς ὁ Γιάννης, ἀπὸ τὸν Πύργο, γιὰ νὰ πάρει κανένα καρβέλι ψωμὶ καὶ χόρτα, γιατὶ οἱ δικοί μου πεινοῦσαν. Ὅταν θὰ ἔφευγε, ἄρχισα νὰ φωνάζω καὶ νὰ κλαίω ζητώντας νὰ πάω μαζί του. Ἔτρεχα στὰ χωράφια κι ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ δρόμο γιὰ νὰ συναντήσω τὸν ἀδερφό μου, ποὺ εἶχε φύγει. Ἀλλὰ ἡ ἐπανάστασή μου αὐτὴ ἀπέτυχε. Κάπου μὲ βρῆκε ὁ Σπύρος, μ’ ἅρπαξε ἀπὸ τὸ σβέρκο καὶ σέρνοντας μ’ ἔφερε στὸ σπίτι. Ἔπεσα σὲ βαθιὰ θλίψη καὶ σχεδὸν κάθε μέρα λιποθυμοῦσα πάνω στὴ δουλειά. Τότε ἄκουσα ἕνα βράδυ τὴ θεία Φαίδρα νὰ λέει: «Τὸ παιδὶ θὰ μαραζώσει. Πρέπει νὰ τὸ στείλουμε στὴ μάνα του». Ἔτσι ἔφυγα ἀπὸ τὸ κτῆμα. Προτίμησα τὴν πείνα καὶ τὴ μάνα παρὰ τὸ φαγητὸ καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ θείου Σπύρου.

Δεύτερος χωρισμὸς μετὰ τὴν Κατοχή. Ἦρθε πάλι ὁ θεῖος Γιώργης. Ξέχασα νὰ εἰπῶ ὅτι ὁ θεῖος μου αὐτὸς ἦταν ἔμπορος ψιλικῶν στὴν Πάτρα, παντρεμένος, χωρὶς παιδιά. Ἤθελε σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ υἱοθετήσει, ὥστε ὅταν γερνοῦσε νὰ τὸν διαδεχθῶ στὴ δουλειά, κι αὐτὸς μὲ τὴ γυναίκα του νὰ ζήσουν ἥσυχα γερατειά. Ὡραία ἰδέα. Ἀλλὰ κανεὶς δὲ ρώτησε ἂν ἄρεσε καὶ σ’ ἐμένα. Προσωπικὰ ἔνιωθα πάντοτε μιὰ ἀποστροφὴ στοὺς ἐμπόρους. Δὲν ξέρω γιατί. Ἴσως γιατὶ τοὺς σύγκρινα μὲ τοὺς ἀγρότες, τοὺς ἐργάτες ποὺ ἔσκαβαν στοὺς δρόμους καὶ ἔκτιζαν σπίτια καὶ εἶχα σχη­ματίσει τὴν ἐντύπωση πὼς οἱ ἔμποροι βγάζουν πολὺ περισσότερα λεφτὰ μὲ λιγότερο κόπο. Τί κάνουν δηλαδή; Τυλίγουν ἕνα πραγματάκι στὸ χαρτί, σοῦ τὸ δίνουν καὶ γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ παίρνουν λεφτὰ καὶ βγάζουν κέρδος. Γι’ αὐτὸ δὲ μ’ ἄρεσε οὔτε ἡ δουλειὰ τοῦ πατέρα μου, ποὺ εἶχε παντοπω­λεῖο, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ δουλειὰ τοῦ θείου μου, ποὺ εἶχε ψιλικατζήδικο. Ἔλεγα: «Καλύτερα ἀγρότης ἢ ἐργάτης παρὰ ἔμπορος». Κι ὅμως οἱ μεγάλοι εἶχαν τὸ δικαίωμα ν’ ἀποφασίζουν: θὰ πήγαινα στὴ Μέση Ἐμπο­ρικὴ γιὰ νὰ μάθω ἐπιστημονικὰ τὸ ἐμπόριο, κι ὕστερα θ’ ἀναλάμβανα τὴ δουλειὰ γιὰ νὰ γίνω ἕνας μεγάλος ἔμπορος. Καὶ προκειμένου νὰ γίνεις μπακάλης, καλύτερα ψιλικατζής, ποὺ εἶσαι πιὸ ἀξιοπρεπὴς καὶ ἔχεις μεγαλύτερες προοπτικές. Γιὰ Γυμνάσιο οὔτε συζήτηση. «Τί θὰ τὸ κάνουμε τὸ παιδί, γραφιά, νὰ ψωμοζεῖ;»

Τέλος, ἡ περίπτωση σπουδῶν σὲ πανεπιστήμιο δὲ νομίζω νὰ εἶχε περάσει στὴ σκέψη κανενὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀποφάσιζαν γιὰ τὴ μοίρα μου. Ἔτσι καὶ στὴ Μέση Ἐμπορικὴ μὲ στείλανε καὶ ἀποφασίστηκε νὰ πάω στὴν Πάτρα γιὰ νὰ διαδεχθῶ τὸ θεῖο μου εἰς τὸ κατάστημα ψιλικῶν. Ἡ μάνα μου μ’ ἑτοίμασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε: «Ἄντε, παιδάκι μου, νὰ γίνεις ἄνθρωπος. Καὶ ν’ ἀκοῦς τὸ θεῖο σου». Μὲ εἶχαν σὰν παιδί τους. Καλὸ φαγητό, δωμάτιο καὶ γραφεῖο δικό μου, μαζὶ στὶς διασκεδάσεις, καινούργια ροῦχα, ἀκόμη καὶ χαρτζιλίκι, κι ἂς ἦταν σπαγκοραμμένος ὁ θεῖος Γιώργης. Ἡ γυναίκα του, Βάσω τὴ λέγανε, προσπάθησε νὰ μὲ συνδέσει μὲ ἀγόρια καὶ κορίτσια τῆς ἡλικίας μου. Ἔτσι θὰ ξέχναγα τοὺς παιδικούς μου φίλους ἀπ’ τὸν τόπο μου. Μοῦ πῆραν ἀκόμη καὶ δασκάλα γιὰ νὰ μοῦ κάνει ἰδιαίτερα μαθήματα γαλλικῆς. Ὄχι φυσικὰ γιὰ νὰ μιλάω γαλλικὰ στὰ σαλόνια. Ἁπλῶς γιὰ νὰ μάθω τὴν ἐμπορικὴ ἀλληλογραφία. Ὅλα γιὰ νὰ γίνω μεγάλος ἔμπορος. Πήγαινα τὸ πρωὶ στὸ σχολεῖο καὶ τὸ ἀπόγευμα στὸ μαγαζί. Δὲν ἦταν ἄσχημα. Συνήθως τὰ ἀπογεύματα δὲν εἶχε πολλὴ δουλειά, κι ἐρχόντουσαν ἀπὸ τὰ γειτονικὰ μαγαζιὰ ἄλλοι ἔμποροι καὶ συζη­τοῦσαν γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα.

Εἶχε περάσει πολὺς καιρός, σχεδὸν χρόνος, κι ἕνα μεσημέρι ἡ θεία μου εἶπε: «Ἔ, τί λές, Γιώργη, νὰ κάνουμε τὸ Σάκη παιδί μας; Νὰ τὸν κάνουμε Μπουλμπασάκο». «Γιατί ὄχι;» ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ θείου μου. Ἐμένα κόπηκε ἡ ἀνάσα μου. Ὄχι γιατὶ ἔδινα σημασία στὴν ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόμα­τος. Αὐτὸ εἶναι ἕνα καθαρὰ τυπικὸ γεγονός, χωρὶς ἀξία. Δὲ σοῦ ἀλλάζει σχεδὸν τίποτα ἀπὸ τὴν προσωπικότητά σου. Μόνο νομικὲς συνέπειες μπο­ρεῖ νὰ ἔχει. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μὲ τάραξε ἦταν ὅτι θὰ ἔσπαγε πιὰ ὁριστικὰ ὁ δεσμὸς μὲ τὴ μάνα μου, τὸν πατέρα μου καὶ τ’ ἀδέρφια μου. Κατόπιν θεωροῦσα ἀνόητο νὰ λέω τὴ θεία Βάσω «μαμὰ» καὶ τὸ θεῖο Γιώργη «μπα­μπά». Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ; Δὲν ἀντέδρασα στὰ ὅσα εἶπαν. Ἀλλὰ ὅταν πῆγα στὸ δωμάτιό μου, κατάστρωσα γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπαναστατικὸ σχέδιο. Αὐτὴ τὴ φορά, προσπάθησα νὰ εἶναι τέλειο. Ἀπὸ τὰ χαρτζιλίκια τοῦ θείου Γιώργη εἶχα μαζέψει μερικὰ χρήματα. Πῆγα στὸ σταθμό, ἔβγαλα εἰσιτή­ριο γιὰ τὸν Πύργο καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἀντὶ νὰ πάω στὸ σχολεῖο, μπῆκα στὸ τραῖνο μὲ προορισμὸ τὸ πατρικό μου σπίτι.

Τελείωσα τὴ Μέση Ἐμπορικὴ στὴν πατρίδα μου. Μὲ πείνα καὶ μὲ στε­ρήσεις. Ποτὲ ὅμως δὲ συνειδητοποίησα αὐτὰ τὰ δυὸ πράγματα. Οὔτε δια­μαρτυρήθηκα, οὔτε ἀγανάκτησα. Ὅλοι οἱ συμμαθητὲς καὶ οἱ φίλοι μου βρι­σκόμαστε στὴν ἴδια μοίρα. Ἔτσι δὲν εἶχα ἀκόμη διαπιστώσει κοινωνικὲς ἀντιθέσεις στὸ περιβάλλον μου, ὥστε ν’ ἀρχίσω νὰ προβληματίζομαι ποῦ ὀφείλονται. Τελειώνοντας τὸ σχολεῖο, πέθανε ὁ πατέρας. Ὅλοι ἔκλαιγαν, ἡ μάνα μου, τ’ ἀδέρφια μου, οἱ θεῖοι μου καὶ τὰ ξαδέρφια μου. Ἐγὼ δὲν μπόρεσα νὰ κλάψω. Ἔκανα μάλιστα καὶ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν παρεξη­γηθῶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς. Στάθηκε ὅμως ἀδύνατο. Ἀκόμη καὶ τώρα δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τὸ γιατί. Ὅτι δὲν ἀγαποῦσα τὸν πατέρα μου, ἀπο­κλείεται. Παρόλο ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ πατεράδες ἦσαν πολὺ αὐστηροὶ καὶ συνήθιζαν νὰ δέρνουν τὰ παιδιά τους, ὁ δικός μου πατέρας ὄχι μόνο δέ μᾶς ἔδερνε, ἀλλὰ οὔτε καὶ μᾶς μιλοῦσε μὲ αὐστηρὸ τρόπο. Τὸ ξύλο καὶ ἡ τιμωρία ἦταν καθήκοντα ποὺ εἶχε ἀναλάβει ἡ μητέρα μου. Τότε γιατί δὲν ἔκλαψα ὅταν πέθανε ὁ πατέρας; Δὲν ξέρω. Ἴσως νὰ τὸ θεώρησα ἕνα φυσικὸ γεγονὸς ποὺ μποροῦσε νὰ συμβεῖ στὸν οἱονδήποτε, ὁποιαδήποτε στιγμή.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας, ἄρχισα νὰ σκέφτομαι γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἔπρεπε κάτι νὰ γίνω κι ἐγώ.  Ὅταν ἄνοιξαν τὴ διαθήκη τοῦ πατέρα μου, ἔγραφε γιὰ μένα: «Εἰς τὸν υἱόν μου Διονύσιον ἀφήνω τὸ μερίδιο τοῦ ἐμπο­ρεύματός μου τοῦ καταστήματος» – ποὺ ἦταν μερικὰ σακιὰ κρεμμύδια καὶ πατάτες κι ὁρισμένα κιλὰ λάδι – «ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ ἀκολουθήσει τὸ ἐπάγ­γελμα τοῦ παντοπώλου». Μοῦ τὸ εἶπε ἡ μάνα μου. Δὲν ἀντέδρασα. Κεῖνο τὸ καλοκαίρι, διαπίστωσα ὅτι πολλὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου ἀπὸ σχετικὰ εὐκατάστατες οἰκογένειες προετοιμάζονταν νὰ πᾶνε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ σπουδάσουν. Ἄκουγα μάλιστα σὲ συζητήσεις ὅτι ὅταν σπουδάσεις μπορεῖς νὰ γίνεις δικηγόρος, καθηγητὴς σὲ γυμνάσιο καὶ νὰ διδάσκεις, γεωπόνος, μηχανικὸς καὶ νὰ φτιάχνεις σπίτια. Ὅταν μάλιστα μοῦ ἔλεγαν, ὅταν περ­νοῦσε κάποιος, «αὐτὸς εἶναι μηχανικός», ἢ «αὐτὸς εἶναι γεωπόνος», τοὺς θαύμαζα. Κάτι τέτοιο ἤθελα νὰ γίνω κι ἐγώ. Ἄρχισα μάλιστα κείνη τὴν ἐποχὴ νὰ διαβάζω ἐφημερίδες καὶ βιβλία. Εἶχα γοητευτεῖ ἀπὸ πολλὰ κείμενα καθηγητῶν τοῦ πανεπιστημίου. Θυμᾶμαι ἔντονα ἕνα ἄρθρο τοῦ Ζολώτα στὸ Βῆμα, «Ὁ δημιουργικὸς Σοσιαλισμός», κι ἕνα βιβλίο τοῦ Ἀγγελόπουλου, «Ὁ Σοσιαλισμός». Ὅλα αὐτὰ μ’ ἔβαλαν σὲ σκέψεις. Ἔπρεπε νὰ σπουδάσω. Ὄχι τόσο γιὰ νὰ βγάλω ἀργότερα χρήματα. Ἤθελα νὰ γνωρίσω τὸν κόσμο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ σπουδάσει ἕνα παιδὶ ἀπὸ ἐπαρχία θέλει πολλὰ λεφτά. Νοίκι, διατροφή, πλύσιμο ρούχων, βιβλία, ἐγγραφές, ναῦλα καὶ τὸ σχετικὸ χαρτζιλίκι γιὰ τσιγάρα καὶ κανένα κινη­ματογράφο. Ποῦ νὰ βρεθοῦν τόσα λεφτά; Τὸ εἰσόδημα τοῦ σπιτιοῦ μας ἦταν 500 δρχ. τὸ μήνα, 200 δρχ. ἀπὸ τὸ νοίκιασμα δυὸ δωματίων τοῦ σπιτιοῦ καὶ 300 δρχ. νοίκι ἀπὸ τὸ μαγαζί, ποὺ τὸ εἶχαν ἀναλάβει πιὰ τὰ ἀδέρφια τοῦ πατέρα μου ποὺ ἦταν καὶ συνεταῖροι. Αὐτὰ τὰ λεφτὰ μόλις ἔφταναν γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ ἐλάχιστο ὅριο συντηρήσεως στὴ μάνα μου καὶ τ’ ἀδέρφια μου. Τότε ἄρχισα γιὰ πρώτη φορὰ ν’ ἀντιλαμβάνομαι τὶς κοινω­νικὲς ἀντιθέσεις. Συνειδητοποίησα ὅτι μόνο τὰ παιδιὰ τῶν οἰκογενειῶν ποὺ ἔχουν λεφτὰ ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ σπουδάζουν. Τὰ παιδιὰ τῶν φτωχῶν εἶχαν προδιαγεγραμμένη μοίρα. Νὰ μείνουν ὅλη τους τὴ ζωὴ φτωχά. Αὐτὲς οἱ σκέψεις μοῦ δημιούργησαν ψυχολογικὰ συμπλέγματα. Κλεινόμουν στὸ δωμάτιό μου μέρες πολλές, ἔτρωγα ἐλάχιστα, φερόμουνα μὲ ἄσχημο τρόπο στὴ μάνα μου, διέκοψα κάθε σχέση μὲ φίλους. Αὐτὴ τὴν ψυχολο­γικὴ κατάπτωση ἔκανε πιὸ ἔντονη ἡ ἀνάγνωση ὁρισμένων ἀπαισιόδοξων φιλοσόφων. Ἔτυχε τότε νὰ πέσουν στὰ χέρια μου ὁρισμένα ἔργα τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου Σοπενάουερ, «Ὁ κόσμος ὡς παράσταση καὶ βούληση», «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» καὶ ἄλλα.

Ὅλα αὐτὰ μὲ ἐμπότισαν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι στὴ ζωὴ κυριαρχεῖ ὁ πόνος, ὅτι δὲν ἔχει κανένα νόημα ἡ ὕπαρξη. Μάλιστα, μὲ εἶχε γοητεύσει ἡ ἰδέα τοῦ Σοπενάουερ ὅτι ὁ θεὸς ἔφτιαξε τὸν κόσμο ἀπὸ σαδιστικὴ διάθεση νὰ βλέπει τὰ πλάσματά του νὰ ὑποφέρουν. Κι ἀκόμη, δὲν ἔβρισκα ἄσχημη τὴν πρόταση τοῦ ἀπαισιόδοξου αὐτοῦ φιλοσόφου, ὅτι ἡ λύση στὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι οἱ ὁμαδικὲς αὐτοκτονίες. Ἡ καντιανὴ λογική, ἡ φιλοσοφία τοῦ ὑπεράνθρωπου τοῦ Νίτσε, ὁ ὀρθολογισμὸς τοῦ Χέγκελ καὶ ὁ ἱστορικὸς ὑλι­σμὸς τοῦ Μὰρξ μοῦ ἐφαίνονταν σὰν καταπραϋντικὸ φάρμακο σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀγιάτρευτη νόσο τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης. Δὲν ἦταν ἡ θεραπεία οἱ θεωρίες αὐτές. Ἦταν ἁπλῶς τὰ παυσίπονα. Ἴσως νὰ ἦταν καὶ ἡ ἡλικία ποὺ μοῦ δημιουργοῦσε τέτοιες προδιαθέσεις. Ἀλλὰ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ὁ κυριότερος λόγος ἦταν ἡ ἀδυναμία νὰ πραγματοποιήσω τὸ μοναδικὸ στόχο ποὺ θὰ ἔδινε νόημα στὴ ζωή μου: Νὰ σπουδάσω. Ἐφόσον αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πετύχω, ὄχι γιατὶ δὲν εἶχα τὴν ἱκανότητα ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπειδὴ μᾶς ἔλειπαν ὁρισμένα χιλιάρικα, ἡ ζωὴ δὲν εἶχε καμιὰ ἀξία γιὰ μένα. Ἡ μάνα μου ἄρχισε ν’ ἀνησυχεῖ. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἔγραψε στὸ θεῖο Γιώργη ὅτι τὸ παιδὶ κοντεύει νὰ μαραζώσει ποὺ δὲν ἔχει νὰ σπουδάσει. Καὶ ἕνα πρωὶ καταφθάνει ὁ θεῖος Γιώργης στὸ σπίτι μας. Μ’ ἐρώτησε ἂν θέλω νὰ πάω στὴν Ἀθήνα νὰ σπουδάσω. Μὰ χρειαζόταν νὰ μὲ ρωτήσει; Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἀναλάβει νὰ μοῦ δίνει 200 δρχ. τὸ μήνα καὶ νὰ πληρώνει τὶς ἐγγραφές μου. Ὅταν τ’ ἄκουσα, σ’ ἕνα δευτερόλεπτο ὁ κόσμος ἄλλαξε γιὰ μένα. Ἡ ζωὴ ἀπέκτησε ἀξία. Ὁ Σοπενάουερ καὶ ἡ φιλοσοφία του μοῦ φαίνονταν πιὰ ἀρρωστημένες φαντασιοπληξίες. θὰ σπούδαζα, θὰ γνώριζα τὸν κόσμο, ὅπως καὶ νὰ εἶναι. Μάλιστα ἔκανα ὁρισμένες σκέψεις ποὺ ἦσαν ἀποφασιστικὲς γιὰ τὴν κατοπινὴ ἐξέλιξή μου. Διαισθανόμουνα ὅτι τὰ φυσικὰ φαινόμενα τὰ διέπουν κάποιοι νόμοι. Εἶχα συναίσθηση τοῦ γεγονό­τος ὅτι στὴ φύση ὑπάρχει σαφῶς σχέση μεταξὺ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ. Τί νὰ γίνεται ὅμως μὲ τὰ κοινωνικὰ φαινόμενα; Ὑπάρχει καμιὰ αἰτιώδης σχέση; Αὐτὸ μὲ ἀπασχολοῦσε ἀπὸ πολὺν καιρό, γι’ αὐτὸ κι ὁ στόχος μου ἦταν νὰ σπουδάσω ἕναν κλάδο ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες: Κοινωνιολογία, οἰκο­νομικά, δίκαιο κ.λπ.

Ὅταν ὁ θεῖος μου πρότεινε νὰ πάω νὰ σπουδάσω, ἦταν πιὰ Ὀκτώβρης καὶ σ’ ὅλες τὶς σχολὲς εἶχαν τελειώσει οἱ εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις. Ἀπέμενε μία περίπτωση, ἡ ὁποία δὲ μ’ ἄρεσε καὶ τόσο πολύ. Ἦταν ἡ Ἀνωτέρα Βιο­μηχανικὴ Σχολὴ ποὺ δεχόταν τοὺς ἀριστούχους τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως ἄνευ ἐξετάσεων. Ἔβαλα λοιπὸν πρόγραμμα: Νὰ πάω τὴν πρώτη χρονιὰ στὴ Βιομηχανική, νὰ προσαρμοσθῶ στὴν πανεπιστημιακὴ ζωὴ καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἀθήνας καὶ ἐν τῷ μεταξὺ νὰ προετοιμάζομαι γιὰ νὰ δώσω ἐξετάσεις στὴν Ἀνωτάτη Ἐμπορική. Τὸ πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε μέχρι τὴ μικρότερη λεπτομέρεια. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1949 ἔδωσα ἐξετάσεις σ’ ὅλα τὰ μαθήματα στὴ Βιομηχανικὴ καὶ ἐπέτυχα. Καὶ τὸ καλοκαίρι στρώθηκα στὸ διάβασμα γιὰ τὶς ἐξετάσεις στὴν Ἀνωτάτη Ἐμπορική. Ὅταν μπῆκα στὴν Ἀνωτάτη Ἐμπορική, ἀποφάσισα νὰ ἐγκαταλείψω τὴ Βιομηχανική. Δὲν ἦταν ὅμως καὶ τόσο εὔκολο.

Πρῶτο, γιατὶ στὴ Βιομηχανικὴ εἶχα ἀποκτήσει φίλους, ποὺ μὲ μερι­κοὺς μάλιστα εἶχα συνδεθεῖ πολὺ στενά. Μὲ τὸν Μπέη τὸ Ρηγόπουλο, ποὺ σήμερα εἶναι ἀξιωματικὸς στὸ Ναυτικό, εἴμαστε σὰν ἀδέρφια. Τὸ ἴδιο μὲ τὸ Γιῶργο τὸν Παπαθεοδσίου καὶ μὲ τὸ Νίκο τὸν Ἀλεξόπουλο. Ἄσχετα ἂν ἀργότερα ὁ καθένας τράβηξε τὸ δρόμο του καὶ χαθήκαμε. Δεύτερο, εἶχα συνδεθεῖ μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς Πολιτικῆς Οἰκονομίας Γιῶργο Χαλκιόπουλο, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μου γι’ αὐτὸ τὸ μάθημα μὲ ἐνθάρρυνε στὴ μελέτη μου. Καὶ τέλος, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τόση μεγάλη δια­φορὰ στὰ μαθήματα τῶν δυὸ σχολῶν. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀποφάσισα νὰ συνεχίσω ταυτόχρονα καὶ τὶς δυὸ σχολές. Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία ὅτι κατέβαλλα σχεδὸν διπλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ τὰ βγάλω πέρα κυρίως στὶς ἐξετάσεις. θυμᾶμαι πολλὲς φορὲς συνέπιπτε νὰ δίνω ἐξετάσεις τὸ πρωὶ στὴ μιὰ σχολὴ καὶ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας στὴν ἄλλη καὶ μάλιστα σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ μαθήματα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶχε πέσει ἡ ἀπό­δοσή μου. Σκέφτομαι μάλιστα ὅτι ἂν εἶχα καλύτερες συνθῆκες διατροφῆς καὶ κατοικίας, ἴσως ἡ ἀπόδοσή μου νὰ ἦταν ὑψηλότερη. Τὸ δωμάτιο ποὺ ἔμενα ἦταν ἕνα ἡμιυπόγειο στὰ τελευταῖα σπίτια τοῦ Ζωγράφου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἦταν δυὸ μικρὰ δωμάτια. Στὸ ἕνα ἔμεναν δυὸ ξαδέρφια μου, μὲ τὰ ὁποῖα εἴχαμε μακρινὴ συγγένεια, καὶ στὸ ἄλλο ὁ ἀδερφός μου ποὺ ἐργα­ζόταν ὡς ὑπάλληλος στὸ ὑπουργεῖο Συγκοινωνιῶν. Γιὰ μένα δὲν ὑπῆρχε χῶρος γιὰ νὰ ἐγκαταστήσω κάποιο κρεβάτι. Στὸ χῶρο ποὺ ἐκινούμεθα τὴν ἡμέρα, ἔστρωνα τὸ βράδυ μιὰ κουβέρτα στὸ τσιμέντο, κοιμόμουνα καὶ τὸ πρωὶ τὴ μάζευα. Αὐτὴ ἡ ἱστορία συνεχίστηκε γιὰ τρία ἢ τέσσερα χρόνια μέχρι ποὺ παντρεύτηκε ὁ ἀδερφός μου καὶ πῆρα τὸ κρεβάτι του. Ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀνακούφιση ποὺ ἔνιωσα στὰ φοιτητικά μου χρόνια. Ὅσο γιὰ συν­θῆκες μελέτης, ἡ κατάσταση δὲν ἦταν καλύτερη.

Τὰ πρωινὰ ποὺ πήγαιναν οἱ ἄλλοι γιὰ δουλειά, ὑπῆρχε ἡσυχία γιὰ διάβασμα. Τ’ ἀπογεύματα ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι μποροῦσε ν’ ἀνοίξει βιβλίο. Ἔτσι ἢ πήγαινα στὸ δασύλλιο τοῦ Ζωγράφου, στρωνόμουνα κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ διάβαζα ἢ ἔκανα βόλτες δουλεύοντας στὸ μυαλό μου διάφορα προβλήματα ἀπὸ τὰ μαθήματα, ἢ τέλος πήγαινα στὴ σχολή, μήπως σταθῶ τυχερὸς καὶ βρῶ καμιὰ θέση στὸ ἀναγνωστήριο. Αὐτὰ γιὰ τὶς συνθῆκες κατοικίας. Οἱ συνθῆκες διατροφῆς ἦσαν χειρότερες. Ἂν ἀπὸ τὶς 200 δραχμὲς ἀφαιροῦσες τὴ συμμετοχή μου στὸ νοίκι, τὰ ναῦλα μου καὶ τὰ ἔξοδα γιὰ βιβλία καὶ ἐφημερίδες, μοῦ ἔμεναν γύρω στὶς 120 δρχ. γιὰ φαγητό, δηλ. 4 δρχ. τὴν ἡμέρα. Τὰ λεφτὰ αὐτὰ μόλις ἔφταναν γιὰ ἕνα φτωχὸ γεῦμα. Καὶ πράγματι, εἶχα συνηθίσει νὰ τρώγω μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα, ἔπαιρνα δὲ μαζί μου μιὰ φετούλα ψωμὶ ποὺ μοῦ ἔμενε ἀπὸ τὸ μεσημεριανὸ φαγητὸ καὶ τὴν ἔτρωγα τὸ βράδυ. Καμιὰ φορὰ ἐρχόταν ὁ θεῖος Γιώργης στὴν Ἀθήνα γιὰ δουλειὲς καὶ μὲ καλοῦσε γιὰ φαγητὸ σὲ κανένα μέσης κατηγορίας ἑστιατόριο. Ἦταν γιὰ μένα πανδαισία. Τὰ θυμᾶμαι ἀκόμη κάτι τέτοια γεύματα.

Μ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες τελείωσα τὸ 1953 τὶς δυὸ σχολές. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1953 πῆγα στρατιώτης. Τὴ βασικὴ ἐκπαίδευση ἔκανα στὴν Κόρινθο. Θυμᾶμαι καὶ λεπτομέρειες ἀκόμη ἀπὸ κεῖνο τὸ τρίμηνο. Ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὴ ζωή. Τὰ γυμνάσια, οἱ ἀσκήσεις, ἀκόμη καὶ τὰ καψόνια μοῦ φαίνονταν μιὰ ὄχι δυσάρεστη περιπέτεια. Τὸ ἐνοχλητικὸ ἦταν ἡ ἔλλειψη νεροῦ καὶ τὰ σύννεφα τὸ χῶμα ποὺ σὲ χτυποῦσαν κατάμουτρα ὅταν φυσοῦ­σε. Καὶ συνήθως φυσοῦσε σχεδὸν κάθε μέρα. Ὅταν τελείωσα τὴ βασικὴ ἐκπαίδευση, μ’ ἔστειλαν στὸ Σῶμα Ἐπιλογῆς Ὁπλιτῶν στὸν Πειραιά. Μπορῶ νὰ εἰπῶ ὅτι τὰ δυὸ σχεδὸν χρόνια ποὺ ὑπηρέτησα ἐκεῖ θὰ μοῦ μεί­νουν ἀξέχαστα. Ἦσαν δυὸ χρόνια ἐσωτερικοῦ τουρισμοῦ σὲ πολὺ ἐνδιαφέ­ροντα μέρη τῆς χώρας. Ἀρχίζαμε περιοδεία κατὰ τὰ μέσα Φεβρουαρίου.

Ὁ πρῶτος γύρος ἦταν Θήβα-Λιβαδειὰ-Ἄμφισσα-Λιδορίκι καὶ ἐπι­στροφὴ στὸν Πειραιὰ κατὰ τὰ μέσα Ἀπριλίου. Ὁ δεύτερος γύρος ἦταν ἡ Εὔβοια: Χαλκίδα-Αἰδηψὸς-Ὠρεοὶ καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Πειραιὰ περὶ τὰ τέλη Μαΐου. Ὕστερα ἄρχιζαν τὰ νησιά. Πρῶτα γυρίζαμε ὅλα τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων μ’ ἕνα πλοιαράκι ποὺ ἔθετε στὴ διάθεσή μας ἡ Ὑπηρεσία Διώ­ξεως Λαθρεμπορίου. Ἀπ’ ὅλα τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὄμορφο εἶναι ἡ Σαντορίνη. Τὸ πιὸ ἄχαρο νησὶ εἶναι ἡ Τῆνος. Ἀπὸ τ’ ἄλλα νησιὰ τὸ καθένα ἔχει καὶ τὴ δική του ὀμορφιά. Ὕστερα ἀπὸ τὶς Κυκλάδες γυρίζαμε πάλι στὸν Πειραιὰ περὶ τὰ μέσα Ἰουλίου, καὶ μὲ τὸ καράβι τῆς συγκοινωνίας πηγαίναμε στὴ Ρόδο. Στὴ Ρόδο κάναμε πραγμα­τικὸ τουρισμό. Δουλεύαμε ἐντατικὰ τὶς πρῶτες δέκα μέρες γιὰ νὰ τελειώ­σουμε τὴν ἐπιλογὴ τῶν στρατευσίμων καὶ τὶς ὑπόλοιπες 20, ἐκδρομές, δια­σκεδάσεις κ.λπ.

Ὅσο ἤμουν στρατιώτης οὔτε προβλήματα οὔτε σκοτοῦρες. Μόνο ἐλπί­δες καὶ ὄνειρα. Εἶχα δυὸ πτυχία στὰ χέρια καὶ πίστευα ὅτι ὅταν τελείωνα τὸ στρατιωτικό, ὅλες οἱ πόρτες θὰ ἦσαν ἀνοικτὲς γιὰ μένα. Σχεδίαζα νὰ πάω λογιστὴς σὲ μιὰ μεγάλη ἑταιρεία καὶ γρήγορα νὰ γίνω ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἐπιχειρήσεως, μὲ μεγάλο μισθό, κοινωνικὲς σχέσεις κ.λπ.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχα δανειστεῖ ἀπὸ διαφόρους φίλους καὶ ντρεπόμουνα νὰ τοὺς συναντήσω. Πῆγα στὸ θεῖο τὸν Ἀλέκο καὶ τοῦ εἶπα τί συμβαίνει. «Φύγε», μοῦ λέει, «καὶ θὰ σὲ στείλω ἐγὼ σὲ μιὰ βιοτεχνία πλεκτῶν ποὺ σύντομα θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ μεγάλη βιομηχανία». Πράγματι μ’ ἔστειλε σὲ κάποιον Συγγελίδη στὴν Κοκκινιά, ποὺ εἶχε στὸ ἰσόγειο τοῦ σπιτιοῦ του μία ἢ δύο πλεκτικὲς μηχανὲς καὶ ἀπασχολοῦσε 5-6 κοπέλες. Συμφωνήσαμε νὰ μοῦ δίνει 1.200 δρχ. τὸ μήνα καὶ νὰ ἐργάζομαι ἀπὸ τὸ πρωὶ στὶς 8 ὣς τὶς 8 τὸ βράδυ μὲ δυὸ ὧρες διακοπὴ γιὰ φαγητὸ τὸ μεσημέρι. Δέχτηκα. Ἡ δουλειά μου ἦταν νὰ βοηθάω ἕνα λογιστὴ ποὺ εἶχε τὴν τήρηση τῶν λογιστικῶν τοῦ βιβλίων. Στὴν ἀρχὴ ἔκανα ὅλη τὴν ἡμέρα προσθέσεις, πολλαπλασιασμοὺς καὶ ἀντιγραφές. Κι ἀργότερα μοῦ ἀνέθεσε νὰ κάνω ἁπλὲς λογιστικὲς ἐγγραφές. Ὁ λογιστὴς ἦταν καλὸς ἄνθρωπος ἂν καὶ λίγο νευρικός. Ὁ Σιγγελίδης μὲ πλήρωνε κανονικά. Φυσικά, δὲ μὲ εἶχε γράψει στὸ ΙΚΑ γιὰ νὰ μὴν πληρώνει πρόσθετα. Ἀλλὰ τὸ ἐνοχλητικὸ μ’ αὐτὸν ἦταν ὅτι δὲν τηροῦσε τὸ ὡράριο, κι ἂς ἦταν συμφωνημένο περισσότερο ἀπὸ τὸ νόμιμο. Μὲ κρατοῦσε μέχρις τὶς 10 τὸ βράδυ καὶ συνήθως μὲ κουβαλοῦσε καὶ τὶς Κυριακές. Παρ’ ὅλα ταῦτα αἰσθανόμουνα κάποια ἀσφάλεια, γιατὶ κέρδιζα ὁρισμένα χρήματα. Δὲν ἔπαψα ὅμως νὰ φροντίζω γιὰ κάτι καλύ­τερο.

Μιὰ μέρα στὰ τέλη Φεβρουαρίου τοῦ 1955, διάβασα στὴν ἐφημερίδα ὅτι τὸ ὑπουργεῖο Συντονισμοῦ προκήρυσσε διαγωνισμὸ γιὰ τὴν πρόσληψη πέντε «εἰδικῶν οἰκονομολόγων». Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα σημασία. Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ ἐγὼ «εἰδικὸς οἰκονομολόγος». Σκέφτηκα ὅμως ὅτι δὲ θὰ ἔχανα τίποτα ἂν ἔδινα ἐξετάσεις. Τὶς θυμᾶμαι ἔντονα αὐτὲς τὶς ἐξετάσεις, γιατὶ ἦσαν κρίσιμες γιὰ τὴν κατοπινὴ σταδιοδρομία μου. Ἡ πρώτη ἐξέταση ἦταν στὴν ἔκθεση, στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς Ἀνωτάτης Ἐμπορικῆς, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε περὶ τοὺς 200 ὑποψήφιοι. Τόσους ὑπολόγισα καὶ μ' ἔπιασε ἀπο­γοήτευση. Τὸ θέμα στὴν ἔκθεση ἦταν «Αἱ μεταφοραὶ ὡς συντελεστὴς οἰκο­νομικῆς προόδου». Δὲ θυμᾶμαι τί ἀκριβῶς ἔγραψα. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θυμᾶ­μαι εἶναι ὅτι προσπάθησα νὰ διατυπώσω τὰ διανοήματά μου χωρὶς συντα­κτικὰ καὶ ὀρθογραφικὰ λάθη. Ἀκόμη προσπάθησα νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸ μαθη­τικὸ τρόπο ἔκφρασης. Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι εἶχα ἔλθει πρῶτος στὴν ἔκθεση. Ἡ δεύτερη ἐξέταση ἦταν στὴ θεωρητικὴ Οἰκονομική. Τὸ θέμα ἦταν «Ἡ ἐλαστικότης τῆς προσφορᾶς βραχυχρονίως καὶ μακροχρονίως». Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἤξερα τὸ θέμα ἀκριβῶς. Ἀλλὰ ἀπὸ τὶς γενικὲς γνώσεις τῶν οἰκο­νομικῶν ποὺ εἶχα καὶ χρησιμοποιώντας τὴ λογικὴ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἔκανα σωστὴ ἀνάλυση. Στὴν Ἐφηρμοσμένη Οἰκονομική, ποὺ ἦταν ἡ τρίτη ἐξέ­ταση, θὰ τὰ ἔκανα μᾶλλον θάλασσα. Τὸ θέμα ἦταν «Αἱ συνέπειαι τῆς ὑπο­τιμήσεως τῆς δραχμῆς». Ἔγραφα ὅ,τι μοῦ ἐρχόταν στὸ μυαλό. Λογικὰ μὲν πράγματα, ἀλλὰ δὲν ἤμουν βέβαιος ἂν ἦταν σωστά. Δώσαμε καὶ προ­φορικὲς ἐξετάσεις. Ἐξεταστὲς ἦσαν, θυμᾶμαι, ὁ Χριστοδουλόπουλος, ὁ Πεσμαζόγλου καὶ ἡ Γουδῆ. Δὲ θυμᾶμαι ἀκριβῶς τί μὲ ρώτησαν. Ἡ Γουδῆ κάτι γιὰ τὸν ἐργατικὸ μισθό, ὁ Πεσμαζόγλου κάτι γιὰ τὴν παραγωγή, τὶς ἐξαγωγὲς καὶ εἰσαγωγὲς βαμβακιοῦ στὴν Ἑλλάδα, ὁ δὲ Χριστοδουλόπουλος δὲ μοῦ ἔκανε καμιὰ ἐρώτηση, ἀλλὰ θυμᾶμαι ὅτι διάβαζε μὲ κάποιο σκεπτι­κισμὸ τὶς γραπτὲς ἐξετάσεις μου. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι σχεδὸν μέρες ἀνα­κοινώθηκαν τ' ἀποτελέσματα. Πρῶτος Κουμπῆς, δεύτερος Κεβόρκ, τρίτος Καράγιωργας. Τὴ στιγμὴ ποὺ εἶδα τ' ἀποτελέσματα αὐτά, αἰσθάνθηκα ὅτι εἶμαι κάτι. Δὲν τὸ πῆρα ὅμως ἐπάνω μου. Εἶπα ὅτι ἁπλῶς ἤμουν τυχερὸς στὶς ἐξετάσεις. Σὲ λίγες μέρες μᾶς προσλάβανε. Ἐμένα μὲ βάλανε στὴν Ὑπηρεσία Προγράμματος μὲ προϊσταμένη τὴν Κυρία Πάγκαλου. Ἡ ὑπη­ρεσία αὐτὴ μόνο κατ' ὄνομα ἐλέγετο «Ὑπηρεσία Προγράμματος». Στὴν οὐσία συγκέντρωνε στατιστικὰ στοιχεῖα ἀπὸ ἄλλες ὑπηρεσίες καὶ τὰ δια­βίβαζε σὲ διάφορους διεθνεῖς ὀργανισμούς. Σ' ἐμένα δὲ θυμᾶμαι νὰ εἶχαν ἀναθέσει κάποιο συγκεκριμένο ἔργο. Ἁπλῶς ἔκανα ὅ,τι μοῦ ἔλεγε ἡ προϊ­σταμένη μου: Νὰ ἀντιγράφω κανένα πίνακα, νὰ πηγαίνω νὰ ζητάω στοι­χεῖα ἀπὸ κάποια ἄλλη ὑπηρεσία, ἀκόμη καὶ νὰ προσέχω τὸ τηλέφωνο ὅταν ἔλειπε καὶ ἄλλες παρόμοιες δουλειές. Ὁ μισθός μου, 2.000 δρχ. τὸ μήνα, ἦταν πάρα πολὺ καλὸς γιὰ νὰ μοῦ ἐξασφαλίσει μιὰ ἄνετη ζωή. Ἤμουν ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος μὲ τὴ θέση αὐτή. Δὲν εἶχα φιλοδοξία γιὰ τίποτα παραπάνω. Ἄκουγα ὅτι στὸ ὑπουργεῖο Συντονισμοῦ ἔχεις προοπτικὲς νὰ ἐξελιχθεῖς καὶ νὰ γίνεις διευθυντὴς σὲ σύντομο χρόνο, γιατὶ τὸ ὑπουργεῖο ἦταν νέο καὶ μόλις πρὸ ὀλίγων ἐτῶν εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐπανδρώνεται. Τί ἄλλο ἤθελα λοιπόν; Κι ὅμως, ὅταν βλέπεις τοὺς συναδέλφους σου νὰ κάνουν σχέδια γιὰ μεγάλα πηδήματα, δὲν μπορεῖς νὰ ἀδιαφορήσεις. Στὸ ἴδιο γραφεῖο ἔτυχε νὰ ἐργάζεται ὁ Καλυβιανάκης, πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ μένα στὴν ἡλικία. Εἶχε ἐπιτύχει κι αὐτὸς στὶς ἐξετάσεις. Δὲν ἔχανε εὐκαιρία, ὅταν δὲν εἴχαμε δουλειά, ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζει ἀγγλικὰ οἰκονο­μικὰ βιβλία. Μοῦ εἶπε ὅτι τὸ σχέδιό του ἦταν νὰ δώσει ἐξετάσεις, νὰ πάρει ὑποτροφία καὶ νὰ πάει νὰ σπουδάσει στὸ ἐξωτερικό. Δὲ μὲ συγκίνησε καθόλου ἡ ἰδέα του. Ν' ἀφήσω τὴν ὡραία Ἑλλαδίτσα καὶ τὴν καλὴ θεσούλα μου γιὰ ν' ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φοιτητικὴ ζωὴ μὲ τρόμαζε. Ἔτσι ἄφησα τὸν Καλυβιανάκη νὰ κάνει τὰ σχέδιά του κι ἐγὼ συνέχισα τὴν ὡραία μου ζωούλα.

Στὰ τέλη Ἰουλίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς προκήρυξε διαγωνισμὸ ἡ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν πρόσληψη 5 οἰκονομολόγων στὴ Διεύθυνση Οἰκονο­μικῶν Μελετῶν. Μεγαλύτερος μισθός, περίπου 3.000 δρχ., εὐρύτερες προοπτικές. Ὅλοι ὅσοι εἴχαμε ἐπιτύχει στὸ ὑπουργεῖο Συντονισμοῦ, ἀπο­φασίσαμε νὰ συμμετάσχουμε στὶς ἐξετάσεις. Ἐγὼ δὲν εἶχα βεβαιότητα ἐπιτυχίας, γιατὶ δὲν εἶχα διαβάσει ξένα συγγράμματα, ἀλλὰ δὲ θὰ μοῦ κόστιζε τίποτα νὰ ἐλάμβανα μέρος στὶς ἐξετάσεις. Οἱ ἐξετάσεις ἔγιναν περὶ τὰ μέσα Αὐγούστου καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Πῆγα κι ἔδωσα ἐξε­τάσεις χωρὶς νὰ ἔχω διαβάσει σχεδὸν τίποτα. Ἦλθα τέταρτος.

Στὰ μέσα Σεπτεμβρίου μᾶς προσλάβανε στὴν Τράπεζα. Ἡ Διεύθυνση Μελετῶν ἦταν ἀκόμη ἀνοργάνωτη. Εἶχε ὡς κυρία ἀπασχόληση τὴν κατάρτιση τοῦ τιμαρίθμου κόστους ζωῆς καὶ τὴν παρακολούθηση κατὰ πρωτόγονο τρόπο ὁρισμένων μεγεθῶν τῆς οἰκονομίας. Ἐμένα μοῦ ἀνέθεσαν νὰ παρακολουθῶ τὴν ἀπασχόληση καὶ τοὺς μισθοὺς καὶ ἡμερομίσθια, μὲ προϊστάμενο τὸν Μαρματάκη. Τὰ μόνα στοιχεῖα ποὺ ὑπῆρχαν τότε γιὰ τὴν ἀπασχόληση ἦταν ἕνας ἀμφισβητούμενος δείκτης τοῦ Συνδέσμου Ἑλλήνων Βιομηχάνων μόνο γιὰ τὴ βιομηχανία. Γιὰ τοὺς ἄλλους κλάδους ὑπῆρχε ἄγνοια. Ὅσο γιὰ τοὺς μισθοὺς καὶ τὰ ἡμερομίσθια, δὲν ὑπῆρχαν στοιχεῖα παρὰ μόνο οἱ συλλογικὲς συμβάσεις, οἱ ὁποῖες ἐλάχιστα ἀνταποκρίνονταν στὴν πραγματικότητα. Μ' αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἀπὸ ἀπόψεως στοιχείων, ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ διοικητής, ποὺ ἦταν τότε ὁ Ζολώτας, μοῦ ἀνέ­θεσε νὰ γράψω ἕνα σημείωμα γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν μισθῶν καὶ ἡμερομι­σθίων ἐν σχέσει μὲ τὶς τιμές. Ἦταν τὸ πρῶτο σημείωμα ποὺ θὰ ἔγραφα πάνω σὲ πρακτικὸ θέμα. Ἔβαλα ὅλα τὰ δυνατά μου καὶ φαίνεται πὼς τὰ κατάφερα. Ἀργότερα ἦρθε στὴν Τράπεζα ὡς στατιστικὸς σύμβουλος ὁ κ. Θεοδωράκης. Λίαν ἀξιοπρεπὴς καὶ ἤρεμος ἄνθρωπος. Τοῦ εἶπα τὸ πρό­βλημά μου, ὅτι δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα μισθῶν καὶ ἡμερομισθίων, καὶ ἔκανε πρόταση στὸ διοικητή, νὰ ἀναλάβουμε τὴν κατάρτιση ἑνὸς μισθάριθμου, τουλάχιστον γιὰ τὴ βιομηχανία. Ἐπιλέξαμε ἕναν ἀριθμὸ βιομηχανιῶν, καταρτίσαμε ἕνα ἐρωτηματολόγιο κι ἐγὼ ἄρχισα τὸ τρέξιμο στὶς βιομηχα­νίες γιὰ νὰ μαζεύω κάθε μήνα τὰ στοιχεῖα. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη ταλαι­πωρία ποὺ τράβηξα ὡς ὑπάλληλος στὴν Τράπεζα. Γύριζα στὰ ἐργοστάσια τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Κοκκινιᾶς, τοῦ Αἰγάλεω γιὰ νὰ παρακαλῶ τοὺς λογιστὲς νὰ μοῦ συμπληρώσουν τὸ ἐρωτηματολόγιο. Κι ὅταν ἐπέστρεφα στὴν Τρά­πεζα, ἔπρεπε νὰ ἐπεξεργασθῶ τὰ στοιχεῖα καὶ νὰ βγάλω δείκτη. Φαίνεται ὅτι τὰ κατάφερα καὶ σ' αὐτὴν τὴ δουλειά. Ὁ Ζολώτας θέλησε ν' ἀναλάβω πλέον ὑπεύθυνα τὰ προβλήματα τῆς ἀπασχόλησης καὶ τῶν ἀποδοχῶν καὶ προσκάλεσε τὸν κ. Τσουκάτο, γενικὸ διευθυντὴ τότε τοῦ ΙΚΑ, γιὰ νὰ μοῦ μάθει τὰ μυστικὰ τῆς δουλειᾶς. Πραγματικά, ἀπὸ τὸν Τσουκάτο ἔμαθα πάρα πολλὰ πράγματα. Ἦταν γαλήνιος, ὑπομονετικός, ποτὲ δὲ θύμωνε ὅταν ἔκανα λάθη, ἀλλὰ μὲ εὐγένεια μοῦ ὑπεδείκνυε τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Ἀργότερα ἦρθε στὴ Διεύθυνση ἡ Τζούλια Πανουργία, ποὺ εἶχε σπουδάσει στὸ Λονδίνο θέματα ἀπασχολήσεως. Ἀνέλαβε αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴ δική μου κι ἐγὼ δούλεψα γιὰ ἕνα διάστημα στὴ βιομηχανία καὶ τὶς μεταφορὲς καὶ ὕστερα στὰ νομισματικά. Στὴν Ἐπισκόπηση τῆς Ἑλληνικῆς Οἰκονομίας τοῦ 1957 εἶχα γράψει μαζὶ μὲ τὸν Γκάτσο τὸ κεφάλαιο περὶ βιομηχανίας καὶ μόνος μου τὸ κεφάλαιο γιὰ τὶς μεταφορές. Στὴν Ἐπισκόπηση τοῦ 1958 εἶχα γράψει σὲ παράρτημα μιὰ ἀνάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ νομισματικοῦ καὶ πιστωτικοῦ συστήματος, ποὺ θεωρήθηκε πάρα πολὺ καλὴ ἀπὸ τὸν Ζολώτα καὶ τοὺς ἄλλους. Μὲ τὸν Κυρκιλίτση, ποὺ ἦταν διευθυντὴς τῆς Διευθύν­σεως Μελετῶν, δὲν εἶχα πολλὲς σχέσεις. Κάποτε ἤθελε νὰ κάνει κάποια διάλεξη μὲ θέμα «Ὁ Ρόλος τῶν Τραπεζῶν εἰς τὰς ὑπανάπτυκτους χώρας ὡς ἡ Ἑλλὰς» καὶ εἶπε φαίνεται σὲ μερικούς, καὶ σ' ἐμένα, νὰ γράψουμε ἕνα σημείωμα πάνω σ' αὐτὸ τὸ θέμα. Τοῦ ἔγραψα κι ἐγὼ κάτι. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες μὲ φώναξε στὸ γραφεῖο του καὶ μοῦ εἶπε: «Καράγιωργα, δὲν πιστεύω στὰ μάτια μου. Ποτὲ δὲ φανταζόμουνα πὼς ἐσὺ θὰ μποροῦσες νὰ κάνεις τέτοιες ἀναλύσεις». Ἀπὸ τότε ὁ Κυρκιλίτσης ἔτρεφε γιὰ μένα ἰδιαίτερη ἐκτίμηση.

Στὸ μεταξὺ οἱ συνάδελφοί μου εἶχαν ἀρχίσει νὰ κάνουν τὰ μεγάλα πηδήματα. Πρῶτος ὁ Κεβὸρκ ἔδωσε ἐξετάσεις στὸ ΙΚΥ στὴν Οἰκονομικὴ Στατιστικὴ καὶ τὸ 1957 ἔφυγε γιὰ τὸ Λονδίνο. Ἀκολούθησε ὁ Καλυβιανάκης ποὺ πέτυχε νὰ πάρει ὑποτροφία στὴ Δημοσία Οἰκονομικὴ καὶ τὸ 1958 ἔφυγε κι αὐτὸς γιὰ τὸ Λονδίνο. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι νεότεροί μου ὑπάλληλοι τῆς Διευθύνσεως εἶχαν βάλει μπροστὰ τὸ ἴδιο σχέδιο. Δὲν ἦταν μόνο αὐτό. Ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ νέοι μὲ διδακτορικὰ διπλώ­ματα καὶ νὰ καταλαμβάνουν στὴ Διεύθυνση θέση προϊσταμένου μὲ ὑψηλὲς ἀποδοχές. Ὁ Λάζαρης, ὁ Χαλικιᾶς, ἡ Πανουργία κ.λπ.



…………………………………………………………………………………………………………………………………………

Στὰ τέλη Σεπτεμβρίου τοῦ 1959, ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀγγλία.  Ἦταν τὸ πρῶτο μου ταξίδι στὸ ἐξωτερικό. Μέσα μου κυριαρχοῦσε ἡ εὐθύνη καὶ ὁ φόβος. Εἶχα πάρει ὑποτροφία ἀπὸ τὸ Δημόσιο καὶ ἐκπαιδευτικὴ ἄδεια ἀπὸ τὴν Τρά­πεζα. Εἶχα συναίσθηση τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ὑποχρεώσεώς μου ἀπέναντι στὶς δυὸ αὐτὲς ἀρχές. Καὶ ὁ μόνος τρόπος νὰ ξεπληρώσω τὸ χρέος μου ἦταν νὰ πετύχω στὶς σπουδές μου. Θὰ τὰ κατάφερνα ἄραγε; Περισσότερο ἀπ' ὅλα μὲ φόβιζε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἤξερα καλὰ τὴ γλώσσα. Ὕστερα ἦταν κι ὁ χωρι­σμὸς ἀπ' τὴ Νίκη, τὴ μάνα μου καὶ τοὺς δικούς μου. Ἀναρωτιόμουν ἂν συμβεῖ τίποτα σ' ἐμένα ἢ σ' αὐτούς, θὰ τοὺς ξαναδῶ ἄραγε; Ὅλα αὐτὰ μὲ γέμιζαν πόνο. Δὲν ἤθελα νὰ φύγω. Ἀλλὰ ἔπρεπε. Φεύγοντας τὸ καράβι ἀπὸ τὸν Πει­ραιὰ πέρασαν ὅλα αὐτὰ σὰν ἀστραπὴ ἀπ' τὸ μυαλό μου. Ἔνιωθα ἕνα κενὸ μέσα μου. Στὸ τέλος μὲ στωικὴ διάθεση σκέφτηκα: «Ἂς γίνει ὅ,τι γίνει».

Ἦταν ἕνα ταξίδι γεμάτο ταλαιπωρία. Συνταξιδεύαμε μὲ τὸν Δρακάτο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε πάρει ὑποτροφία γιὰ Οἰκονομικὴ Στατιστική. Κάναμε κι οἱ δυὸ τὴν κουταμάρα νὰ κουβαλᾶμε μαζί μας ὁλόκληρο νοικοκυριὸ λὲς καὶ θὰ πηγαίναμε στὴ Σαχάρα ἢ στὸ Βόρειο Πόλο. Κι ἡ δεύτερη κουταμάρα ἦταν ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ σέρναμε μαζί μας ἀπὸ σταθμὸ σὲ σταθμό, ἐνῶ μπορούσαμε νὰ τὰ βγάλουμε ἀποσκευὴ κατευθείαν γιὰ τὸ Λονδίνο. Εἴχαμε κανονίσει ἔτσι τὸ ταξίδι ὥστε νὰ ρίχναμε μιὰ ματιὰ στὶς μεγάλες πόλεις τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Πρίντεζι, Ρώμη τρεῖς μέρες, Γένοβα μία μέρα, Παρίσι δυὸ μέρες, κι ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς διακοπή, Καλαὶ-Ντόβερ-Λονδίνο. Καθὼς ταξιδεύαμε ἀπὸ τὸ Ντόβερ στὸ Λονδίνο, σχημάτισα τὶς πρῶτες ἐντυ­πώσεις τῆς χώρας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ζήσω τρία χρόνια, θολὴ ἀτμόσφαιρα, γεμάτη καταχνιὰ καὶ ὑγρασία. Σπίτια μονώροφα ἢ τὸ πολὺ διώροφα, χτι­σμένα μὲ κόκκινα τοῦβλα καὶ κεραμίδια, ἀσοβάτιστα, γεμάτα καπνοδόχους στὴ σκεπή. Καὶ πράσινο, πολὺ πράσινο. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐξωτερικὸ περι­βάλλον, ποὺ δὲ μὲ ἐνθουσίασε καθόλου, ἐρχόταν τὸ ἐσωτερικὸ περιβάλλον τοῦ τραίνου. Βελούδινα καθίσματα σὰν πολυθρόνες, ποὺ βούλιαζες μέσα ὅταν καθόσουν, ζεστὴ ἀτμόσφαιρα, ἄνθρωποι γελαστοὶ καὶ ὑπερβολικὰ εὐγενεῖς, ὡραία μυρουδιὰ ἀπὸ τὰ τσιγάρα καὶ τὰ τσιμποὺκια.

Στὸ σταθμό μᾶς περίμεναν ὁ Καλυβιανάκης μὲ ἕναν Οὐαλὸ φίλο του, τὸν Μάλκομ. Μένανε μαζὶ σ' ἕνα διαμέρισμα στὴ βορειοδυτικὴ περιοχὴ τοῦ Λον­δίνου. Εἴχαμε συνεννοηθεῖ νὰ μείνω κι ἐγὼ μαζί τους καὶ νὰ συμμετέχω στὸ νοίκι καὶ στὰ ἔξοδα τοῦ σπιτιοῦ. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἦταν ἕνα παμπάλαιο σπίτι, ἀλλὰ τὸ διαμέρισμα ἦταν σχετικὰ καλό. Ἕνα μεγάλο καὶ φωτεινὸ λίβινκ ροὺμ στὸ ὁποῖο κοιμόταν ὁ Μάλκομ, μιὰ ἀρκετὰ μεγάλη κρεβατοκάμαρα μὲ ὡραῖο κρεβάτι, ντουλάπια, χαλιὰ κ.λπ.

Ἡ προσαρμογή μου στὴ ζωὴ τοῦ Λονδίνου ἦταν σχετικὰ εὔκολη. Τὸ ὑγρὸ κλίμα δὲ μ' ἐνοχλοῦσε καθόλου. Σ' ἕνα τέτοιο ἀκριβῶς κλίμα γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα. Ἡ διαφορὰ ἦταν ὅτι ἐδῶ ἡ συννεφιὰ καὶ οἱ βροχὲς κρατοῦσαν ὅλο τὸ χρόνο, ἐνῶ στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκα οἱ ἐποχὲς ἦσαν ἔντονα εὐδιάκριτες. Δυὸ μόνο φορὲς εἶδα τὸ περίφημο fog. Ἕνα σταχτὶ πηχτὸ σύννεφο ν' ἀγκα­λιάζει σπίτια, ἀνθρώπους, αὐτοκίνητα, τὰ πάντα. Ἦταν ἀδύνατο νὰ δια­κρίνεις πρόσωπα καὶ πράγματα σὲ ἀπόσταση μεγαλύτερη ἀπὸ δυὸ μέτρα. Τὰ πάντα σταματοῦσαν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ Λονδίνου. Μόνο ὁ ὑπόγειος λειτουρ­γοῦσε. Αὐτὸ κρατοῦσε μερικὲς ἡμέρες καὶ κατόπιν συνεχιζόταν ἡ μονότονη συννεφιὰ καὶ οἱ βροχές. Ἐπίσης προσαρμόστηκα εὔκολα στὴ μηχανοποιημένη ζωὴ τοῦ Λονδίνου. Ἡ πόλη αὐτὴ εἶναι ἕνα μίγμα μηχανῶν καὶ ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ρίχνουν λεφτὰ στὶς μηχανὲς κι αὐτὲς σοῦ δίνουν πράγματα ἢ ὑπη­ρεσίες. Τὸ δωμάτιό μου ἦταν γεμάτο μηχανάκια ποὺ τρώγανε νομίσματα. Ἔπρεπε νὰ ρίξω ἕνα σελίνι σ' ἕνα κουτάκι γιὰ νὰ ἔχω ἠλεκτρικὸ ρεῦμα γιὰ δέκα ἡμέρες. Κι ἕνα ἄλλο κουτάκι ἔπρεπε νὰ τρώει ἕνα μισοσέλινο τὴ βδομάδα γιὰ νὰ δίνει γκάζι στὴ σόμπα καὶ νὰ θερμαίνομαι. Τρεῖς πένες ἤθελε νὰ φάει τὸ μπάνιο γιὰ νὰ μοῦ δώσει ζεστὸ νερὸ γιὰ ἕνα λουτρό, τέσσερες πένες τὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ πάρεις γραμμή, κ.λπ.

Ἀκόμη προσαρμόστηκα σὲ ὁρισμένες συνήθειες τῶν Ἄγγλων. Συνήθισα νὰ πίνω καφὲ μὲ γάλα, τσάι μὲ γάλα, νὰ τρώγω τὰ ἀπαίσια φαγητά τους χωρὶς κρασὶ ἢ νερό, νὰ πίνω «ξεροσφύρι» μπίρα στὰ ὄρθια στὰ πάμπς, νὰ πηγαίνω στὰ κλάμπς, νὰ ξαπλώνω στὸ γρασίδι στὰ πάρκα ὅταν ὑπῆρχε κάποια ὑποψία ἥλιου.

Ἀλλὰ καὶ ἡ προσαρμογή μου στὸ πανεπιστήμιο δὲν ἦταν δύσκολη ὅπως φοβόμουν. Ἔφτασα στὸ Λονδίνο στὶς 2 Ὀκτωβρίου. Στὶς 5 τοῦ μηνὸς ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῶ στὴ γραμματεία νὰ πάρουν τὰ στοιχεῖα μου καὶ νὰ μοῦ κλείσουν ραντεβοὺ μὲ τὸν καθηγητὴ ποὺ θὰ παρακολουθοῦσε τὶς σπου­δές μου. Γραμματεὺς τῆς σχολῆς ἦταν ἡ Δὶς Bom. Μιὰ σαρανταπεντάρα ζωντοχήρα, λεπτή, μελαχρινὴ καὶ πανέξυπνη. Κατάφερνε καὶ διοικοῦσε ὁλόκληρη τὴ σχολή. Μὲ δέχτηκε μὲ καλοσύνη καὶ μὲ ἕνα πλατὺ χαμόγελο καὶ μοῦ μιλοῦσε ἀργὰ γιατὶ κατάλαβε ὅτι δυσκολεύομαι στὴ γλώσσα. Μοῦ ἔδωσε κουράγιο καὶ μοῦ εἶπε μὲ τὸ φλεγματικὸ ἐγγλέζικο τρόπο ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Μοῦ εἶπε ὅτι ἐπόπτης τῶν σπουδῶν μου θὰ εἶναι ὁ Turvey, ὁ ὁποῖος ἦταν Reader στὴ Δημόσια Οἰκονομική, δηλαδὴ ἕνα σκαλοπάτι πιὸ κάτω ἀπὸ καθηγητής. Μάλιστα, τηλεφώνησε νὰ ἰδεῖ ἂν ἦταν ἐκεῖ γιὰ νὰ μὲ συστήσει. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἦταν ξαφνικὸ γιὰ μένα. Δὲν ἤμουν ψυχο­λογικὰ προετοιμασμένος νὰ ἰδῶ τὸν καθηγητή μου. Ἀλλὰ οὔτε καὶ εἶχα σκεφτεῖ τὰ βασικὰ θέματα ποὺ ἦταν ἐνδεχόμενο νὰ συζητήσουμε πάνω στὶς σπουδές μου. Ἔτσι, καθὼς ἡ Δὶς Bom μὲ πήγαινε στὸ γραφεῖο τοῦ Turvey, εἶχα μεγάλο τράκ.

Ὁ Turvey, ἕνας λεπτοκαμωμένος κύριος, τριάντα πέντε ἐτῶν, μὲ πρό­σωπο ποὺ μοῦ θύμιζε τὶς φωτογραφίες τοῦ Καβάφη, μὲ δέχτηκε μὲ εὐγε­νικὸ καὶ σοβαρὸ τρόπο. Ἦταν ἀδύνατο νὰ προφέρει τὸ ὄνομά μου καὶ γιὰ νὰ ἁπλοποιήσει τὰ πράγματα μοῦ εἶπε ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς θὰ μὲ φωνάζει Geor­ge. Μὲ ρώτησε τί ἔχω διαβάσει πάνω στὴ Δημόσια Οἰκονομικὴ καὶ τοῦ εἶπα τὰ βιβλία καὶ ἄρθρα ποὺ εἶχα διαβάσει. Μὲ συμβούλευσε νὰ μελε­τήσω ὡς βασικὸ σύγγραμμα τὸν Musgrave καὶ μοῦ ἀράδιασε καμιὰ δεκαριὰ βασικὰ ἄρθρα ποὺ ἔπρεπε νὰ διαβάσω. Μοῦ εἶπε καὶ ποιὲς παραδόσεις θὰ πρέπει νὰ παρακολουθῶ, κι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Τὸν ρώτησα τί θέμα ἦταν σκό­πιμο νὰ διαλέξω γιὰ διατριβὴ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸ θὰ τὸ συζητούσαμε μιὰ ἄλλη φορά. Τὸν Turvey τὸν ἔβλεπα σχεδὸν κάθε βδομάδα καὶ μὲ συμβού­λευε τί νὰ διαβάζω καὶ ποιὲς διαλέξεις νὰ παρακολουθῶ. Δὲν πέρασαν τρεῖς βδομάδες καὶ μοῦ ἀνέθεσε νὰ γράψω ἄσκηση μὲ θέμα «Ἡ ἐπίπτωση τῶν Εἰσφορῶν τῆς Κοινωνικῆς Ἀσφαλίσεως». Ἦταν ἡ πρώτη μελέτη ποὺ θὰ ἔγραφα καὶ μάλιστα στὴν ἀγγλική. Ἐξαφανίστηκα κυριολεκτικὰ γιὰ τρεῖς βδομάδες, χώθηκα στὴ βιβλιοθήκη τῆς σχολῆς καὶ ἔβαλα τὰ δυνατά μου νὰ γράψω μιὰ καλὴ μελέτη. Φαίνεται πὼς ὁ Turvey ἀνησύχησε ποὺ εἶχα ἐξαφανιστεῖ τόσο καιρό, ἔστειλε γράμμα στὸ σπίτι καὶ μὲ ρωτοῦσε μήπως εἶμαι ἄρρωστος καὶ χρειάζομαι καμιὰ φροντίδα. Τοῦ πῆγα τὴν ἄσκηση καὶ ὕστερα ἀπὸ μιὰ βδομάδα μοῦ εἶπε ὅτι τὴ βρῆκε ἱκανοποιητικὴ καὶ ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ προχωρήσουμε σὲ καθορισμὸ θέματος γιὰ διατρι­βή. Μοῦ ἄφησε πρωτοβουλία νὰ διαλέξω ἐγὼ τὸ θέμα. Τοῦ ἔκανα ἕνα σχέδιο μελέτης γιὰ τὶς γεωργικὲς ἀσφαλίσεις στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἄρεσε. Τότε μοῦ πρότεινε αὐτὸς ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο, καθὼς μοῦ εἶπε, ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ ἀπὸ νομικὴ ἄποψη ἀλλὰ τίποτα σχεδὸν ἀπὸ πλευρᾶς οἰκονομικῆς ἀναλύσεως. Τὸ θέμα ἦταν ἡ διπλὴ φορολογία τῶν ξένων ἐπεν­δύσεων. Τοῦ πρότεινα νὰ διευρύνω τὸ θέμα γιὰ νὰ ἀναλύσω τὴν ἀποτελε­σματικότητα τῶν φορολογικῶν κινήτρων ποὺ θεσπίζουν οἱ ὑπανάπτυκτες χῶρες γιὰ τὴν προσέλκυση ξένων ἐπενδύσεων.

Δέχτηκε καί, τελικά, τὸ θέμα τῆς διατριβῆς μου πῆρε τὸν τίτλο «Ἡ φορολογικὴ μεταχείρισις τῶν ξένων ἐπενδύσεων». Ὕστερα ἀπ' αὐτὸ ἄρχισα νὰ ἐργάζομαι ἐντατικά. Ὅταν τελείωσα τὰ πρῶτα δυὸ κεφάλαια, βρῆκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ προτείνει στὸ πανεπιστήμιο νὰ δεχθεῖ τὴ δια­τριβή μου γιὰ διδακτορικὸ δίπλωμα. Ἦταν μεγάλη ἐπιτυχία ἡ μετα­τροπὴ τῆς διατριβῆς ἀπὸ MASTER σὲ Ph.D. Μὲ τὸν Turvey τὰ πήγαινα πάρα πολὺ καλά. Δυστυχῶς, ὅμως, τὴ δεύτερη χρονιὰ πῆγε σύμβουλος στὸ ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν καὶ μοῦ ὅρισαν ἐπόπτη κάποιον Wiseman ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορος γιὰ τὰ προβλήματά μου. Μέσα σὲ δυὸ χρόνια εἶναι ζήτημα ἂν μὲ δέχτηκε τέσσερες φορὲς ἢ πέντε. Ἄφησε ποὺ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ τὸ θέμα μου καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ κάνει παρατηρήσεις ἢ νὰ μὲ προφυλάξει ἀπὸ τυχὸν ἐσφαλμένες ἀναλύσεις.

Τὸ Μάρτιο τοῦ 1962 τελείωσα τὴ διατριβή μου καὶ τὴν ὑπέβαλα στὸ πανεπιστήμιο πρὸς κρίσιν. Στὰ τέλη Μαρτίου θὰ ἔδινα προφορικὴ ἐξέταση πάνω στὴ διατριβή. Ἐξεταστὲς θὰ ἦταν ὁ Wiseman καὶ ἕνας καθηγητὴς ἀπὸ ἄλλο πανεπιστήμιο, τὸν ὁποῖο δὲ σοῦ ἀνακοινώνουν ἐκ τῶν προτέρων. Εἶχα μεγάλη ἀνησυχία ὅταν πήγαινα γιὰ τὴν ἐξέταση, κυρίως γιατὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τὸ ἔγραψα χωρὶς νὰ ἔχω τὶς κριτικὲς παρατηρήσεις κάποιου ποὺ νὰ ξέρει τὸ θέμα. Ἐξεταστὴς ἀπὸ τὸ ξένο πανεπιστήμιο ἦταν ὁ Williams. Καὶ ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι βρῆκαν καλὴ ὅλη τὴ διατριβὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δυὸ πρῶτα κεφάλαια ποὺ εἶχα γράψει μὲ τὸν Turvey. Μοῦ εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἐγκρίνουν τὴ διατριβή, ἂν δὲν ἀναθεωροῦσα τὰ δυὸ αὐτὰ κεφάλαια. Ἔφυγα πικραμένος καὶ γεμάτος ἀπογοήτευση, γιατὶ ὕστερα ἀπ' αὐτὸ ἤμουν σχεδὸν βέβαιος ὅτι ἀπέτυχα στὶς σπουδές μου. ΙΙρὸς στιγ­μὴν ἀποφάσισα νὰ μαζέψω τὰ πράγματά μου καὶ νὰ γυρίσω πίσω στὴν Ἑλλάδα, θυμᾶμαι ὅτι ἤμουν τόσο πολὺ στεναχωρημένος κεῖνες τὶς μέρες, ποὺ σ’ ἕνα πάρτι ποὺ πήγαμε μ’ ἕνα φίλο μου ἔπινα ἀσυναίσθητα ὅ,τι ποτὸ ἔβρισκα μπροστά μου μέχρι ποὺ ἔχασα τὶς αἰσθήσεις μου ἀπὸ τὸ μεθύσι. Πῆρα τὸν Turvey τηλέφωνο καὶ τοῦ εἶπα ὅτι μοῦ εἶχαν ἀπορρίψει τὰ κεφάλαια ποὺ εἶχα γράψει μ' αὐτὸν κι ἂν μποροῦσε νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τοὺς ἐξεταστὲς ποῦ ἀκριβῶς ἦταν λάθος ἡ ἀνάλυση. Ὁ Turvey ἔδειξε πλήρη ἀδιαφορία καὶ μὲ ἕναν τρόπο ψυχρὸ μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα. Δεύτερη ἀπογοήτευση καὶ πίκρα. Στὸ τέλος ὅμως ἔβαλα κατὰ μέρος τοὺς συναισθηματισμοὺς καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ψυχρὴ λογικὴ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ἀναθεωρήσω τὰ δυὸ πρῶτα κεφάλαια. Ἀπο­φάσισα μάλιστα νὰ ἐφαρμόσω μαθηματικὴ ἀνάλυση γιὰ νὰ θεμελιώσω τὰ θεωρήματά μου. Ἀπομονώθηκα ἀπ' ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἐπὶ τρεῖς μῆνες δού­λευα ἐντατικὰ μέρα καὶ νύχτα. Στὰ μέσα Ἰουνίου τελείωσα καὶ ὑπέβαλα γιὰ δεύτερη φορὰ τὴ διατριβή μου πρὸς κρίσιν. Ὁ Williams βρῆκε ὅτι ἦταν μαθηματικά, θὰ ἔπρεπε ἕνας μαθηματικὸς νὰ ἐπικυρώσει τὸ ὀρθὸν τῆς μαθηματικῆς ἀναλύσεως. Ἀφοῦ τελείωσε κι αὐτὴ ἡ διαδικασία, τὸ πανε­πιστήμιο μοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος. Ἔτσι τελείωσα μὲ τὶς σπουδές μου στὴν Ἀγγλία.

Αὐτὰ γιὰ τὶς σπουδές, θὰ ἦταν παράλειψη ἂν δὲν ἀνέφερα ὁρισμένες ἔντονες ἀναμνήσεις ἀπ' τὴ ζωή μου στὸ Λονδίνο. Καὶ πρῶτα ἀπ' ὅλα, δὲ φεύγουν ἀπὸ τὸ μυαλό μου οἱ εἰκόνες τῆς συνηθισμένης καθημερινῆς ζωῆς. Ξυπνοῦσα τὸ πρωὶ κατὰ τὶς 8, ἑτοίμαζα τὸ τυπικὸ ἐγγλέζικο coffee καὶ στὶς 9 ἔπαιρνα τὸν ὑπόγειο καὶ κατέβαινα στὴ σχολή. Χωνόμουνα στὴ βιβλιοθήκη μέχρι τὶς 12.30. Κατόπιν πήγαινα στὸ βρομερὸ ἑστιατόριο τῆς σχολῆς νὰ φάω κάτι ἀπὸ τὰ ἀπαίσια φαγητά του. Ὕστερα στὸ common room. Ἦταν οἱ αἴθουσες ποὺ ἀναπαύονταν οἱ φοιτητές. Γεμάτα ἀναπαυ­τικὲς πολυθρόνες, περνοῦσες μία ὥρα ἐλαφρᾶς συζήτησης γιὰ νὰ ξεσκοτίσεις ἀπὸ τὴ μελέτη, θυμᾶμαι ὅτι ἐκεῖ μαζευόμαστε ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἕλ­ληνες γιὰ ψιλοκουβέντα. Ὁ Κριμπᾶς μὲ τὸ τσιμπούκι του, πάντα ἕτοιμος γιὰ πολιτικὴ συζήτηση, ὁ Θωμόπουλος, ὑπερβολικὰ ψηλός, δὲν ἔβρισκε χῶρο νὰ βολέψει τὶς μακριὲς ποδάρες του. Πάντα τὸν ἀπασχολοῦσαν τὰ συνδικαλιστικὰ τῆς Hellenic Society, ὁ Φακιολᾶς, ἤρεμος καὶ γαλήνιος, πρόβαλλε βαθυστόχασες σκέψεις ὅταν πιάναμε οἰκονομικὴ συζήτηση, ὁ Τσουτσοπλίδης μὲ τὰ προσωπικά του προβλήματα, ὁ Δρακάτος ποὺ ἔπινε βιαστικὰ τὸν καφέ του γιὰ νὰ χωθεῖ στὴ βιβλιοθήκη καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἄ, ξέχασα τὶς κοπέλες. Ἡ Πέλα ἡ Λενούδια ποὺ ἀδημονοῦσε γιὰ κανένα κολα­κευτικὸ πείραγμα, καὶ ἡ Λαμπρινὴ μὲ τὰ σπινθηροβόλα μάτια της ποὺ πέταγε ἀπὸ τὸ ἕνα θέμα στὸ ἄλλο καὶ μιλοῦσε τόσο γρήγορα ποὺ πολλὲς φορὲς δυσκολευόσουν νὰ καταλάβεις τί λέει. Κατὰ τὶς 2, τὸ common room ἄδειαζε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ὅλοι τρυπώναμε πάλι στὴ βιβλιοθήκη. Στὶς 5 βγαίναμε βιαστικὰ γιὰ κανένα καφεδάκι κι ὕστερα πάλι στὴ βιβλιοθήκη μέχρι τὶς 8.30. Εἴχαμε ἀνακαλύψει μὲ τὸν Κριμπᾶ καὶ τὸ Θωμόπουλο τὸ ἑστιατόριο τῶν ὑπαλλήλων τοῦ BBC ποὺ ἦταν λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὴ σχο­λὴ καὶ ποὺ εἶχε ὡραῖα καὶ φθηνὰ φαγητά. Τὰ βράδια λοιπὸν πηγαίναμε ἐ­κεῖ καὶ τρώγαμε. Πολλὲς ὅμως φορὲς ἔφτιανα κάτι πρόχειρο στὸ δωμάτιό μου. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἄρεσε κι ἔφτιανα τακτικὰ ἦταν τὰ hamburgers ποὺ τὰ τηγάνιζα μὲ τομάτα. Ὕστερα ἀπὸ τὸ βραδινὸ φαγητὸ ξάπλωνα στὴν πολυ­θρόνα κι ἔβλεπα τηλεόραση μέχρι τὶς 12. Καὶ μετὰ ὕπνος.

Στὸ Λονδίνο δὲν ἔπιασα πολλὲς γνωριμίες. Μὲ Ἐγγλέζα καμία. Εἶναι τόσο διαφορετικὴ ἡ νοοτροπία τους, οἱ συνήθειές τους καὶ οἱ προτιμήσεις τους ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ πιάσεις φίλο Ἐγγλέζο. Οἱ μόνιμες παρέες μου ἦσαν τέσσαρες, ἡ καθεμιὰ γιὰ διαφορετικὸ σκοπὸ καὶ ἄσχετη ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη. Πρώτη ἦταν ἡ παρέα τῆς σχολῆς. Περισσότερο συνδέθηκα μὲ τὸν Κριμπᾶ, τὸ Θωμόπουλο, τὸν Γκαργκάνα, τὸν Παπασπηλιόπουλο, τὸν Κεφάλα καὶ μερικοὺς ἄλλους. Σκεφτήκαμε ὅτι πέρα ἀπὸ τὶς θεωρίες ποὺ μαθαίναμε στὸ πανεπιστήμιο δὲ θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ συναντιόμαστε καὶ νὰ ἀναλύουμε τὰ μεγάλα οἰκονομικὰ προβλήματα τῆς χώρας μας. Ἔτσι, κάποιος ἀπὸ μᾶς ἀναλάμβανε νὰ κάνει μιὰ εἰσήγηση καὶ πάνω σ' αὐτὴ γινόταν συζήτηση. Συνήθως μαζευόμαστε στὸ διαμέρισμα τῶν Θωμόπουλου-Κριμπᾶ καὶ θυμᾶμαι ὅτι συνοδεύαμε τὶς συζητήσεις μὲ πικάντικες μακαρονάδες ποὺ ἔφτιαχνε ὁ Θωμόπουλος. Μιὰ εἰσήγηση ποὺ εἶχα κάνει ἐγὼ μὲ θέμα «Ἡ κάλυψη τοῦ ἀποταμιευτικοῦ κενοῦ πρὸς ἀπορρόφηση τοῦ πλεονάζοντος ἐργατικοῦ δυναμικοῦ στὴν Ἑλλάδα» ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ συζη­τᾶμε γιὰ μῆνες τὸ πρόβλημα.

Ἀκόμη θυμᾶμαι τὴν εἰσήγηση Κριμπᾶ-Δρακάτου περὶ τοῦ ρυθμοῦ αὐξήσεως τῆς παραγωγικότητας στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ φθάσουμε σὲ μία εἰκοσαετία τὰ ἐπίπεδα τῆς ΕΟΚ. Δεύτερη μόνιμη παρέα μου ἦταν ὁ Alek. Κύπριος, σπούδαζε πολιτικὸς μηχανικός. Ἦταν ἕνα παιδὶ ξέγνοιαστο, ποὺ δὲν ἔπαιρνε τίποτα στὰ σοβαρὰ οὔτε κι αὐτὲς ἀκόμα τὶς σπουδές του. Τοῦ ἄρεσαν οἱ ὡραῖες γυναῖκες, τὸ πιοτὸ καὶ τὰ πάρτι. Μὲ τὸν Ἀλέκο γίναμε ἀχώριστοι φίλοι. Σχεδὸν σὰν ἀδέλφια...

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Αὐτὸ τὸ αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα, ὁ Σάκης Καράγιωργας, τὸ ἔγραψε μετὰ τὴ σύλληψή του βαρειὰ τραυματισμένος, στὴ Διεύθυνση Ἀσφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης, στὸν Περισσό τῆς Νέας Ἰωνίας, μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι. Σύμφωνα μὲ διήγηση τῆς Νίκης Καράγιωργα, τὸ ἔγραφε στὸ πάτωμα, ἀφοῦ οἱ συνθῆκες κράτησής του ἤσαν ἄθλιες.
ΔΓΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια: