Νίκος
Χειλαδάκης
Ἕνας Ξένος,
ὁ Πᾶνος ...
Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ περιοδικό Ὀροπέδιο, τεῦχος 2ο, χειμῶνας 2006
Τὸ
αὐτοκίνητο ἦταν Wartburg δίχρονο. Λίγο χειρότερο ἀπὸ vespa. Ὁδηγοῦσε ὁ Ζώης
Μάναρης. Πίσω καθότανε ὁ Καραβασίλης καὶ μπροστὰ ἐγώ. Πρὶν ξεκινήσουμε εἴχαμε
πιεῖ γιὰ πρωινὸ δυὸ τρεῖς μπύρες στὸ INTIME. Μετὰ μπήκαμε στὸν «μαντρακά» τοῦ
Μάναρη καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ Λουτρό Κορινθίας. Τὸ χωριό του…
Κατὰ τὴ
διάρκεια τῆς διαδρομῆς ὁ Καραβασίλης, «τὸ νευρικούλι» ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ
Βαγγέλης ὁ Γρηγορίου, αὐτὸς ὁ λαϊκὸς ἥρωας τῶν ποτάδικων τῆς Ἀθήνας, ἔτριβε μὲ
δύναμη τὰ χέρια του μεταξύ τους. Ἦταν μία χαρακτηριστικὴ κίνηση τοῦ μακαρίτη
τοῦ Γιώργου ποὺ ἐμεῖς οἱ φίλοι τὴν ἑρμηνεύαμε σὰν κίνηση ἐκτάκτου συγκινήσεως
καὶ ἀμηχανίας. Τὸ Wartburg ἀγκομαχοῦσε καθὼς προσπερνοῦσε τὰ κολλημένα χωριὰ
τῆς Κορινθίας. Τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, πανομοιότυπα. Ἀριστερὰ, καθὼς πηγαίναμε, ἡ
θάλασσα καὶ δεξιὰ ὁ κάμπος μὲ τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ τὰ ξινά.
Τὰ ἁδρὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ζώη ξεχώριζαν πολὺ
πιὸ ἔντονα καθὼς τὸ πρόσωπό του κοκκίνιζε ἀπὸ τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὴν προσπάθεια νὰ
ὁδηγήσει. Τὰ ἄσπρα του μαλλιὰ καὶ ἡ μουστάκα του δημιουργοῦσαν μία τέλεια
ἀντίθεση μὲ τὰ κοκκινισμένα μοῦτρα του. Ἀργήσαμε πολὺ νὰ ἀνοίξουμε κουβεντολόι.
Ταξιδεύαμε σχεδὸν ἀμίλητοι. Κοιτάζαμε μὲ ἀγωνία τὰ ρολόγια μας καὶ ἀγωνιούσαμε
ἂν θὰ μπορέσει ὁ δίχρονος μαντρακᾶς νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ χρόνου
ποὺ μᾶς πίεζε.
Ἐγὼ σκεπτόμουνα. Μοῦ εἶχε τηλεφωνήσει ὁ
Πατίλης πρὶν λίγες μέρες καὶ μὲ εἶχε ρωτήσει:
— Δὲ θὰ πᾶς νὰ
τὸν δεῖς; Σὲ ζήτησε.
— Θὰ πάω εἶπα.
Τί ἔχει τελικά;
— Πνευμονικὸ
οἴδημα μὲ πληροφόρησε ὁ Γιάννης.
Σκέφτηκα πὼς κάποια βαριὰ πνευμονία θὰ ἦταν
καὶ δὲν ἔδωσα μεγάλη σημασία. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ξέραμε ἐλάχιστα γι αὐτὴ τὴν
ἀρρώστια. Θὰ βγεῖ καὶ θὰ τὸν δῶ. Δὲν πῆγα στὸ νοσοκομεῖο…
Ξαφνικὰ εἴδαμε μία ταμπέλα ποὺ ἔγραφε φαρδιὰ
- πλατειὰ: ΛΟΥΤΡΟ.
— Ἐδῶ εἴμαστε εἶπε ὁ Καραβασίλης.
Ὁ Μάναρης
ἔκοψε ταχύτητα, ἐγκατέλειψε τὸν ἐθνικὸ δρόμο καὶ μπῆκε στὸ χωριό. Βγήκαμε στὰ
παράθυρα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ ἀναζητούσαμε κάποιο ντόπιο γιὰ νὰ ρωτήσουμε. Εἶδα
πρῶτος ἕνα γέροντα.
— Ποῦ ’ναι
τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ πατριώτη, τὸν ρώτησα.
— Σὰ πέρα καὶ
ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του πρὸς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ.
Τὸ σπίτι ἦταν μακρόστενο κι ὄχι πολὺ
παλιό. Κόσμος μαζεμένος. Στὸ βάθος, ἀγριεμένος κι ἀλύγιστος
ὁ παπάς. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πὼς διέκρινα λύπη στὰ χαρακτηριστικά του. Θυμωμένος
ἤτανε λὲς καὶ χρέωνε στὸ Θεὸ τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ ἔγινε. Προφανῶς εἶχε δικό του
ἀλισβερίσι μὲ τὸν "ὕψιστο" ὁ ἱερέας. Σχέση ἀλλόκοτη καὶ μυστικὴ ποὺ
κανένας δὲν μποροῦσε νὰ παρεισφρήσει ἐκεῖ μέσα. Μπροστὰ στὸν παπὰ ἦταν τὸ
φέρετρο ἀνοιγμένο. Παραδίπλα καρέκλες νὰ κάθονται διάφοροι. Ἀνάμεσά τους καὶ κάποιοι γνωστοί. Γνωστοὶ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα ἢ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ ἴδιου
τοῦ νεκροῦ. Ξαναμαζεύοντας τὸ κουβάρι ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες διηγήσεις του, μπόρεσα
νὰ ξεχωρίσω κάποιους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν μέσα μου χωρὶς νὰ τοὺς ἔχω γνωρίσει
ποτέ. Τὸ μάτι μου τριγύριζε σὲ αὐτοὺς ἀναγνωρίζοντας καὶ κάποιους. Γιὰ μία
στιγμὴ συγκεντρώθηκα καὶ κοίταξα στὴ
κάσα. Ἀδυνατισμένος καὶ ξερακιανὸς φοροῦσε
τὸ ἐπίσημο κουστούμι του ὁ νεκρός. Ξεχώριζε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ὠχράδα
τοῦ θανάτου ἀνάμεσα στὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν. Ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ εἶδα
τὸ πρόσωπο τοῦ Πάνου Ξένου.
Εἴχαμε γνωριστεῖ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας
τοῦ ’80. Ἕνα μεσημέρι στὸ ΙΝΤΙΜΕ.
Ἐπειδὴ πολλοὶ θὰ ἀποροῦν πρέπει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐξηγήσω πὼς, τὸ ΙΝΤΙΜΕ ἦταν
ἕνα bar στὴν ὁδὸ Φερρῶν στὴ Πλατεία Βικτωρίας ποὺ τὸ εἴχαμε μετατρέψει σὲ ἄτυπο
φιλολογικὸ στέκι. Ἰδίως τὰ Σάββατα.
Ἄτομο αἰσθαντικὸ καὶ εὐαίσθητο.
Χωρὶς ἰδιαίτερη αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ ἡ ζωὴ στὰ γυρίσματά της κατάφερνε νὰ τὸν
πληγώνει διαρκῶς. Ἄνθρωπος μοναχικὸς κατὰ βάθος ζοῦσε μὲ τοὺς φίλους καὶ γιὰ
τοὺς φίλους. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του κάναμε πολὺ παρέα. Παρόλο ποὺ ἦταν δύσκολος
ἄνθρωπος μᾶς ἀκολουθοῦσε στὰ ἀκόλαστα βράδια μας καὶ σύντομα εἴχαμε συνηθίσει
τὸν εὐερέθιστο χαρακτήρα του καὶ τὴ μανία του νὰ λέει πάντα τὴν ἀλήθεια. Μόνο
ποὺ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἦταν μόνο δικιά του καὶ καθόλου ἀντικειμενική.
Ἔτσι κατάφερνε συχνὰ πυκνὰ νὰ δυσαρεστεῖ κόσμο.
Ἕνα βράδυ ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὸ
Περιστέρι. Ἕνας παλιὸς ρεμπέτης ὁ Κούλης Σκαρπέλης εἶχε μετατρέψει τὸ σπίτι του
σὲ ψευτοταβέρνα καὶ ἐκεῖ μάζευε τοὺς φίλους του γιὰ κανένα ποτήρι, δυὸ πενιὲς
καὶ κάνα τσιγάρο. Μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις φτάσαμε στὸ στέκι τοῦ Κούλη μία μεγάλη
παρέα. Ἀνάμεσά μας καὶ δυὸ δικαστὲς
γνωστοὶ γνωστῶν. Μπήκαμε μέσα, φάγαμε κόκορα κρασάτο, σπεσιαλιτὲ τῆς
Κούλαινας, ἤπιαμε τὰ σκονάκια μας καὶ
τέλος ἔπιασε ὁ Κούλης τὸ μπαγλαμά του κι ἄρχισε νὰ γρατζουνάει τὶς χορδὲς καὶ
νὰ τραγουδάει μὲ τὴν ἰδιόρρυθμη φωνή του: Πέντε
ποντικοὶ βαρβάτοι μοῦ ξεστρώνουν τὸ κρεβάτι κι ἄλλοι τρεῖς μαστουρωμένοι μοῦ τὸ
στρώνουν οἱ καημένοι…
Εἴχαμε ἀρχίσει νὰ προσαρμοζόμαστε στὸ
ρεμπέτικο κλίμα καὶ νὰ κάνουμε κέφι. Τότε κάποιος ἔριξε τὴν ἰδέα.
— Κούλη,
ὑπάρχει κάνα τσιγάρο;
Ἄφησε τὸ ὄργανο ὁ Κούλης κι ἔπιασε τὰ σέα
του. Ἔφτιαξε ἕνα τρίφυλλο χοντρὸ σὰν ποῦρο. Ἀνάψαμε καὶ τὸ τσιγαριλίκι ἄρχισε
νὰ κάνει βόλτα στὴ παρέα. Ἔφτασε καὶ στὸν Δικαστή. Τὸ πῆρε αὐτός, ἔκανε τὴ
τζούρα του καὶ καθὼς δὲν ἦταν συνηθισμένος ἀπὸ τέτοια τὸν πῆρε βήχας τρελός.
Τότε ἀντιλήφθηκε ὁ Πᾶνος τί ἀκριβῶς
συνέβαινε. Γυρίζει λοιπὸν στὸ δικαστὴ καὶ τοῦ λέει:
— Καλὰ ἐσὺ θὰ
πᾶς αὔριο νὰ δικάσεις ἐμένα γιὰ χρήση καὶ κατοχὴ ναρκωτικῶν; Ντροπή σου !
Στὴ συνέχεια ἔγινε χαμός. Αὐτὸς ἦταν ὁ Πᾶνος,
ἀπόλυτος καὶ δὲ δίσταζε νὰ σοῦ ρίξει τὴν ἀλήθεια του κατάμουτρα ἀδιάφορος γιὰ
τὶς συνέπειες.
Ὡς συγγραφέας ὁ Ξένος εἶχε πολλὲς
ἀρετές. Ἡ γραφὴ του ἦταν ἄμεση καὶ τὸ ὕφος του ἠθελημένα ἁπλοϊκό. Ὅσο ζοῦσε
εἶχε δημοσιεύσει μιὰ θαλασσινὴ νουβέλα (Θαλασσινοὶ Πυράκανθοι) Μιὰ ἄλλη νουβέλα
μὲ τίτλο Φιλιὼ ποὺ ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία μιᾶς κοπέλας ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν
ὁμαδικὴ φαντασίωση τῶν ἀνδρῶν ἑνὸς χωριοῦ. Μιὰ σειρὰ διηγήματα μὲ τίτλο Ἰδεολογικὸ Ἔγκλημα καὶ τελευταῖα ἕνα
αὐτοβιογραφικὸ ἀφήγημα παιδικῶν ἀναμνήσεων μὲ τίτλο «Στό Λουτρό» Ὡστόσο δὲν
πρόκειται νὰ ἀσχοληθοῦμε κάνοντας φιλολογικὴ ἀποτίμηση στὸν Πᾶνο. Μιὰ ἀναφορὰ
κάνουμε στὸν ἄνθρωπο Ξένο, ποὺ χάθηκε
νωρὶς καὶ ξεχάστηκε γρήγορα.
Ὅταν ἔγινε καλὰ μπαρκάρισε γιὰ
τελευταῖα φορά. Ὅσο ἔλειπε μᾶς εἶχε ἀφήσει τὸ σπίτι του. Στὸν Καραβασίλη δηλαδὴ
γιατί τοῦ εἶχε τυφλὴ ἐμπιστοσύνη καὶ παθολογικὴ ἀδυναμία. Σὲ πόσες ἱστορίες δὲν
πρωταγωνίστησε αὐτὸ τὸ σπίτι. Ἴσως πρέπει νὰ τὶς διηγηθῶ κάποτε. Γυρίζοντας ἀπὸ
τὸ τελευταῖο του μπάρκο ἦταν ἀρκετὰ κουρασμένος. Προσπαθοῦσε ἀπεγνωσμένα νὰ
βρεῖ τρόπο νὰ μὴν ξαναμπαρκάρει. Ὡστόσο ἡ τύχη του ἦταν μετ’ ἐμποδίων. Ἤδη κουβαλοῦσε ἀνεκδήλωτη τὴν
ἀρρώστια του. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βραβεύτηκε ἀπὸ τὴν ἐταιρία Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν μὲ
τὸ βραβεῖο «Βερόπουλος» . Ἡ βράβευση στάθηκε ἀφορμὴ νὰ γνωριστεῖ μὲ τὸν ἴδιο τὸ
Βερόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸν προσέλαβε ὑπάλληλο στὰ μπακάλικά του. Ἀρχικὰ ὑπηρέτησε
σὲ ἕνα κατάστημα στὸν Ἅγιο Παῦλο. Ἦταν
στὸ τμῆμα τῶν τυριῶν καὶ πάλευε ὁλοήμερα μὲ τὶς φέτες καὶ τὰ τρίματα.
Ἀμετανόητος ἐργένης∙ ἡ παρέα μας
ἦταν ἡ μόνη οἰκογένειά του. Προσπαθοῦσε νὰ χτίσει ἕνα σπίτι στὸ Λουτρὸ μὰ ποτὲ
δὲν εἶχε ἀρκετὰ χρήματα οὔτε καὶ ἀρκετὸ χρόνο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μένει διαρκῶς
μισοτελειωμένο. Ἐγὼ πιστεύω πὼς κατὰ βάθος δὲν τὸ ἤθελε. Προτιμοῦσε τὴ δικιά μας
συντροφιὰ τὴν ὁποία ἀπολάμβανε μὲ πάθος. Τοῦ ἄρεσε νὰ γνωρίζει τὰ λογοτεχνικὰ
πράγματα καὶ μιλοῦσε διαρκῶς καὶ μόνο γιὰ τέτοια θέματα. Ἦταν ὅμως περήφανος
καὶ δὲν γινότανε ποτὲ φόρτωμα σὲ κανένα. Μιὰ χρονιὰ περάσαμε Χριστούγεννα μαζί.
Ἦταν στὸ μπὰρ μόνος του καὶ ἐγὼ πέρασα ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν εἶδα. Τὸν κάλεσα νὰ
κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Δὲν θὰ ξεχάσω τὸ παράπονο στὰ μάτια του.
— Ἔχω τόσους
φίλους καὶ δὲν μὲ κάλεσε κανείς…
Ὁ Ξένος ἀγαποῦσε τοὺς φίλους του καὶ
τοὺς ἤτανε ἀφοσιωμένος. Ὅταν γνωρίσαμε τὸν Σωτήρη
Δημητρίου, πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα τότε, ὁ Πᾶνος κίνησε γῆ καὶ οὐρανὸ
γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Μερικὲς φορὲς γινότανε κακὸς ἀλλὰ αὐτὸ ὀφειλότανε στὸν
χαρακτήρα του ποὺ ἦταν πολὺ εὐθύς. Ποτὲ δὲν θὰ ὑπερασπιζότανε τὸν ἑαυτό του μὲ
ψευτιές. Κρατοῦσε ἕνα κομμάτι τῆς ἰδιωτικῆς του ζωῆς κρυφὸ γιὰ νὰ μὴν ἀναγκαστεῖ νὰ ἀπολογηθεῖ μὲ ψέματα. Ἀκόμα καὶ
σὲ μένα ποτὲ δὲν ἔδωσε δικαίωμα νὰ πῶ μία λέξη ἢ νὰ σχολιάσω τὴν ἄλλη του ζωή.
Μόνο ἕνα βράδυ, μιὰ ἑβδομάδα πρὶν μπεῖ στὸ νοσοκομεῖο εἴχαμε μία ἀποκαλυπτικὴ
συζήτηση σὲ ἕνα μπὰρ στὴν ὁδὸ Φυλῆς.
Ὅταν ἀρρώστησε τὸ πῆρα ἀψήφιστα καὶ
δὲν πῆγα στὸ νοσοκομεῖο νὰ τὸν δῶ. Ἀκόμα δὲν ἔχω συγχωρήσει τὸν ἑαυτό μου…
Μένης
Κουμανταρέας, Πᾶνος Ξένος, Ἀντρέας Ἀγγελάκης, Γιῶργος Χρονᾶς
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου