Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Κόκκινος Αρωματοποιός



Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Κόκκινος Αρωματοποιός

[Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Οι ιστορίες από το Kolozsvár]
 

Έπινα το εσπρεσάκι μου στο Iulius Mall, διαβάζοντας τις εφημερίδες. Ήταν Οκτώβρης αλλά το κλίμα είχε αλλάξει. Δεν ήταν βαρύς χειμώνας όπως παλιά. Είχε μια λαμπερή λιακάδα. Η ψύχρα όμως ήταν απαγορευτική για να καθίσω στην βεράντα. Καθόμουν μέσα στο café Picolo, πλάι από την τζαμαρία και απολάμβανα την όμορφη λίμνη με τα κτίρια που είχαν φυτρώσει γύρω της. Μια νοσταλγία με είχε κατακυριεύσει. Θυμόμουν στις όχθες της απεριποίητης λίμνης το μοναδικό κτίριο, ένα παλιό εργοστάσιο πάγου. Και τα ταπεινά σπιτάκια που υπήρχαν στην δεξιά πλευρά της. Εκεί, αγοράζαμε ντομάτες κι άλλα ζαρζαβατικά, που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι, όταν αυτά εξαφανίστηκαν από την αγορά. Μέσα σε τριάντα χρόνια, όλα είχαν αλλάξει. Γύρω από την λίμνη είχαν χτιστεί ωραία, παραδοσιακά μεσοαστικά σπίτια. Καλαίσθητα σπίτια στο παραδοσιακό στιλ της Τρανσυλβανίας. Στο βάθος υπήρχαν κάποιες κομψές πολυκατοικίες.


Είχα αγοράσει τρία βιβλία του ποιητή Marin Sorescu από το παλαιοπωλείο Socrates που βρισκόταν στον πρώτο όροφο του Mall. Άφησα τις εφημερίδες και άρχισα να ξεφυλλίζω τις καλαίσθητες εκδόσεις της δεκαετίας του ’70, και υποψιαζόμουν πως ο Marin Sorescu, δεν άφηνε την επιμέλεια των βιβλίων του σε άλλους. Σκεφτόμουν πως, αυτές οι άρτιες εκδόσεις, από πλευράς αρχιτεκτονικής τών βιβλίων του, δεν ήσαν προφανώς, απλά και μόνο εκδόσεις φροντισμένες από έναν ευφάνταστο λέκτορα, ο οποίος αναγραφόταν στην εξαιρετική ταυτότητα των βιβλίων. Κι αυτό γιατί, τα βιβλία που είχα αγοράσει, ήσαν τρία και το κάθε ένα είχε εκδοθεί από διαφορετικό εκδοτικό οίκο! Αλλά και τα τρία, έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους από πλευράς αισθητικής.

Μετά, πήρα πάλι στα χέρια μου την εφημερίδα Adevarul. [Η Αλήθεια]. Αίφνης η ματιά μου έπεσε σε ένα άρθρο που ξεκινούσε με μια άγνωστη λέξη. Grofii unguri primesc inapoi mosiile. [Οι Ούγγροι γαιοκτήμονες ξαναπαίρνουν τις περιουσίες τους]. Μπήκα στο Google και έψαξα την λέξη Grofi... Κατάλαβα ότι μιλούσε για τους Ούγγρους ευγενείς που είχαν χάσει τις περιουσίες τους το 1945. Διάβασα μονορούφι το κείμενο της εφημερίδας. Έγραφε για αυτούς, που το 1945, θεωρήθηκε ότι κατά την διάρκεια του πολέμου, συνεργάστηκαν με τα γερμανικά και ουγγρικά στρατεύματα κατοχής της Τρανσυλβανίας. Αλλά στην συνέχεια μιλούσε και για τις μεγάλες ρουμανικές οικογένειες με φαναριώτικη καταγωγή. Ονόματα γνωστά και οικεία από την δική μας ιστορία περνούσαν μπροστά μου: Καντακουζηνός, Γκίκας, Σούτσος, Στούρτζας, Μαυρογένης… Όλοι αυτοί κέρδιζαν τις αγωγές που είχαν κάνει εναντίον του ρουμανικού κράτους κι έπαιρναν πίσω παλάτια, οικήματα γενικώς, τεράστιες εκτάσεις γης, δάση, αγρούς… Ένας εξ’ αυτών πήρε πίσω ένα ολόκληρο χωριό. Όλα τα σπίτια και τις παιδικές χαρές και το Κέντρο Πολιτισμού... Ακόμη και τα δημόσια ...ουρητήρια! Τα μόνα κτήρια που άφησε στο Κράτος και στους κατοίκους ήταν ηεκκλησία και το σχολείο…

Το θέμα με είχε καθηλώσει. Παρήγγειλα και δεύτερο εσπρέσο. Θυμήθηκα μια ιστορία που είχα ακούσει πριν τριάντα χρόνια, από τον Feribácsi1, τον καλοκάγαθο γέροντα φωτογράφο, που έμενε στην stradă Haşdeu2, στην παλιά μονοκατοικία κάτω από το camin 16 [φοιτητική εστία nr 16]… Ήταν η ιστορία του Miklós Almási, ενός ιδιοκτήτη μιας αρωματοποιίας στο Kolozsvár…

—Ο Miklós Almási αγαπητέ, έλεγε ο Feribácsi, είχε μια μικρή αρωματοποιία στο Gheorgheni3, λίγο πιο πέρα από το παλιό παγοποιείο, ενώ στην Πλατεία István Széchenyi4 διατηρούσε ένα αρωματοπωλείο στο οποίο εξέθετε και πωλούσε τα προϊόντα του. Πάνω από το αρωματοπωλείο ήταν το σπίτι του. Κατοικούσε εκεί με την οικογένειά του. Την σύζυγο και τις δύο όμορφες κόρες του. Η οικογένειά του, ήταν από τις πιο παλιές στο Cluj5. Παρ’ ότι δεν είχε μεγάλους τίτλους ευγενείας, ήταν από όλους τους ανθρώπους της πόλης σεβαστός, γιατί έκανε με συνέπεια αυτό που είχαν ξεκινήσει οι πρόγονοί του από αιώνες…

Με τον νόμο 119 της 11ης Ιουνίου 1948 για τις εθνικοποιήσεις, αυτός ο ήσυχος άνθρωπος που φρόντιζε να τροφοδοτεί με αρώματα, όλες τις γυναίκες της πόλης, έπρεπε να παραδώσει στο κράτος την οικογενειακή του επιχείρηση. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου! Δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά θα έκανε και πώς θα ζούσε από εδώ και στο εξής την οικογένειά του… Δεν ήταν νέος. Βάδιζε στο 65o έτος της ηλικίας του.

Τον εκνευρισμό του, τον επέτεινε η έλλειψη ψυχραιμίας της συζύγου του, η οποία, καιρό πριν την εφαρμογή του νόμου, όταν στην αγορά είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται τα τρόφιμα, του δημιουργούσε προβλήματα, λες κι έφταιγε αυτός για όλα: για τον πόλεμο, για τους βομβαρδισμούς που είχαν γίνει πολύ κοντά στο σπίτι τους, για τις διακοπές του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου, για την έλλειψη τροφίμων, για όλα…

Ο Miklós Almási αναζητούσε διαρκώς πληροφορίες από τους επίσημους φορείς, αλλά επικρατούσε ένα χάος. Κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει τι πρέπει να κάνει. Τα περιουσιακά στοιχεία όλων των εταιριών, περνούσαν στο κράτος! Καθώς και τα χρήματα που αυτές είχαν στις Τράπεζες. Έτσι περίμενε άπρακτος, ακολουθώντας την μοίρα του. Ο Miklós Almási ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με την πολιτική. Πάντοτε κοίταζε τη δουλειά του. Και το χόμπι του: την φωτογραφία! Ήταν κάτοχος μιας φωτογραφικής μηχανής, Leica O-Serie! Εμείς οι επαγγελματίες τον ζηλεύαμε… Μαζί του, εγώ παιδί μου, που ήμουν ένας ταπεινός νεαρός φωτογράφος, είχα φωτογραφίσει γυμνές, τις 25 πιο όμορφες γυναίκες τού Kolozsvár, το 1939. Ένα χρόνο πριν τον πόλεμο. Με αυτήν την εξαιρετική μηχανή…

Η μικρή βιοτεχνία του υπολειτουργούσε, όταν τον Αύγουστο τού 1948 εμφανίστηκε στην είσοδό της η Comisia de Stat [Κρατική Επιτροπή] που θα αναλάμβανε την διαχείρισή της. Χωρίς περιστροφές τού έδωσαν να υπογράψει κάτι χαρτιά, του ζήτησαν τα κλειδιά όλων των χώρων της παραγωγής και των γραφείων και του δήλωσαν ότι μπορεί και να τον χρησιμοποιήσει η πατρίδα αν δεχτεί να συνεργαστεί…

Ο Miklós Almási κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, υπονοώντας πως κατάλαβε και ζήτησε από τον οδηγό του να τον μεταφέρει στο σπίτι του. Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι του στην Πλατεία István Széchenyi, του είπε:

—Το απόγευμα κατά τις πέντε, έλα πάλι πίσω να πάρω τα πράγματά μου…

—Μάλιστα Κύριε είπε ο οδηγός…

Στην γυναίκα του και στις κόρες του, δεν ανέφερε το παραμικρό. Κλείστηκε στο δωμάτιό του λέγοντας να μην τον ενοχλήσει κανείς… Κάθισε στο γραφείο του και έγραψε δύο επιστολές. Μία προς την σύζυγό του και μία προς τις θυγατέρες του. Ύστερα άνοιξε ένα βαρύ, ξυλόγλυπτο εντοιχισμένο ντουλάπι, πήρε έναν χοντρό φάκελο και κάθισε επί ώρες μπροστά του, μελετώντας και γράφοντας. Εναπόθεσε τις επιστολές πάνω στο πρες παπιέ και κατόπιν ξάπλωσε στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το ταβάνι. Έμεινε έτσι ακίνητος ως την ώρα που αντελήφθη, ότι σε λίγο θα ερχόταν ο οδηγός του για να τον πάρει. Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε βιαστικά….

Ο Feribácsi που καθόταν πλάι στο παράθυρο, όση ώρα μιλούσε, δακρυσμένος, έστρεψε το κεφάλι του στον λασπωμένο δρόμο…

—Έχ, τί χρόνια κι αυτά… Κανείς δεν ήξερε τί θα ξημερώσει… Ήπιε δυο γουλιές καφέ κι ύστερα ακούστηκε η φωνή της συζύγου του από την κουζίνα:

— Mit csinálsz a görög? Minden prostituáltak, akik viszont a fiatalok azt mondják ...
[Τί κάνεις εκεί με τον Έλληνα; Όλο για τις πόρνες που γύριζες στα νιάτα σου τού λες...]

Ο ζόνιατ πίτσαγιο, είπε σχεδόν, μέσα απ’ τα χείλη του ο Feribácsi… και γυρίζοντας προς το μέρος μου συνέχισε:

Στις πέντε η ώρα ο οδηγός του ήταν κάτω από το σπίτι του. Ο Miklós Almási κατέβηκε από την σκάλα στην ώρα του. Έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα…

—Πάμε παιδί μου είπε, δεν θα σε καθυστερήσω… Εγώ θα μείνω στο εργοστάσιο, εσύ μπορείς να αποχωρήσεις για σήμερα…

―Μάλιστα Κύριε, απάντησε ο οδηγός…

Όταν έφτασαν στο εργοστάσιο, με έκπληξη είδαν μια τεράστια ταμπέλα με κόκκινα γράμματα στην πρόσοψη. Επικάλυπτε την επωνυμία που είχε μέχρι το μεσημέρι το μικρό εργοστάσιο. Εκεί όπου βρισκόταν η επιγραφή Almási, Fabrica de Parfume-Készítés parfümök, τώρα έγραφε: Fabrica de Parfume-Készítés parfümök, Ο Κόκκινος Αρωματοποιός.

Ο Miklós Almási, ευχαρίστησε τον οδηγό και του είπε:

―Πήγαινε παιδί μου, σ’ ευχαριστώ…

Ύστερα, βάδισε προς την είσοδο. Δεν ήθελε να κοιτάξει καθόλου προς την πρόσοψη. Τον ενοχλούσε πολύ που δεν υπήρχε το όνομα της οικογένειάς του εκεί. Ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε μέσα στον χώρο παραγωγής και κλείδωσε πίσω του. Ξεχάστηκα να σου πω, πως ήταν σπουδαίο χημικός. Είχε σπουδάσει στην Βιέννη. Αριστούχος! Ο ίδιος ο I. Ferenc József [Φραγκίσκος Ιωσήφ ο Α΄], του έδωσε το δίπλωμα με τα χέρια του και ένα χρυσό δαχτυλίδι με το μονόγραμμά του… Μπήκε λοιπόν μέσα και πήγε κατ’ ευθείαν εκεί που βρίσκονταν τα ντεπόζιτα με τις πρώτες ύλες. Πήρε δύο μπιτόνια γεμάτα βενζίνη και άρχισε να την χύνει στο χώρο. Κυρίως εκεί που βρίσκονταν οι δεξαμενές με το υγρό απόσταγμα της ρητίνης. Κατόπιν έβαλε φωτιά. Μια τεράστια μπλε φλόγα υψώθηκε στον ουρανό, την ώρα που σουρούπωνε κι ένας δαιμονικός θόρυβος διαπέρασε την πόλη, από την Ανατολή προς την Δύση… Η γη, έτρεμε κα΄τω από τα πόδια μας για δευτερόλεπτα. Μετά, ήλθε μια μυρωδιά αμμωνίας και επικάθησε για μέρες πάνω από την πόλη… Η μικρή βιοτεχνία Ο Κόκκινος Αρωματοποιός, έγινε στάχτες κι ο Miklós Almási, ένας ήσυχος άνθρωπος που το όνομά του ήταν γνωστό επί αιώνες στην πόλη, δεν βρέθηκε ποτέ, όταν οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά…

Ο Feribácsi συγκινημένος, κάρφωσε το βλέμμα του στο δρόμο και σιώπησε. Έξω είχε πέσει σκοτάδι κι εγώ κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω…

Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τα γαλήνια νερά της λίμνης. Τον καταγάλανο ουρανό πάνω από τις όμορφες στέγες των σπιτιών και σκέφτηκα, πώς αλλάζουν τα πράγματα ξαφνικά στην ζωή των ανθρώπων. Πώς η μοίρα των ανθρώπων αλλάζει χωρίς την θέλησή τους. Μάζεψα τα βιβλία και τις εφημερίδες που είχα απλώσει γύρω και κατέβηκα στο ρεστοράν Hanul Dacilor. Εκεί με περίμενε ο φίλος μου Οvidiu, να μου κάνει το τραπέζι….



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Feribácsi: Ο Μπάρμπα Φέρι

2 stradă Haşdeu: Οδός Haşdeu, η κεντρική οδός που κατά πλάτος της εκτείνονταν τα συμπλέγματα των φοιτητικών εστιών του Πανεπιστημίου του Cluj

3 Gheorgheni: συνοικία του Cluj η οποία δημιουργήθηκε την δεκαετία του ’60 και κατά τα έτη των φοιτητικών μου σπουδών (1978-1983), προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις

4 Πλατεία István Széchenyi: η Πλατεία Mihai Viteazul

5 Cluj, η πόλη Cluj Napoca. Οι Ούγγροι την λένε Kolozsvár

Δεν υπάρχουν σχόλια: