Ὁ Νίκος Καχτίτσης καὶ ὁ Σωκράτης Καψάσκης, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στὴν παραλία Πατρὼν.
(Ἀρχεῖο: Ἠ.Χ.
Παπαδημητρακόπουλου).
|
Νίκος Καχτίτσης
Ἐπιστολή
[προς Σωκράτη Καψάσκη σ.τ.σ]
[προς Σωκράτη Καψάσκη σ.τ.σ]
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο
τχ. 11, Χειμώνας 2011-2012
Σωκράτη,
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθρωπος ποὺ δουλεύει μακρυὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀλλὰ τυχαίνει, βράδι νὰ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ χτίριο ποὺ ἐργάζεται, καὶ βλέπει ἀπέξω τὰ παράθυρα χωρὶς φῶτα καὶ τὴν πόρτα κλειστή, καὶ αἰσθάνεται σὰν τὸ φάσμα του νὰ κυκλοφορεῖ μέσα στὸ γραφεῖο.
Ε ἶ σ α ι: Ρυάκι σκεπασμένο μὲ χόρτα, ἔξω στὸν κάμπο τῆς Ἠλείας, βράδι, ποὺ κελαρίζει πολὺ ἀργά, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε μάτι, οὔτε αὐτὶ πουθενὰ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθεῖ.
Ε ἶ σ α ι: Πληγὴ ἐπιπόλαια ποὺ κοντεύει νὰ κλείσει, ἀλλὰ ἐντωμεταξὺ τυχαίνει κάποιο ἀγκαθάκι ἢ καμμιὰ σκλήθρα καὶ παθαίνει νέα ὑποτροπή, πολὺ ἀνεπαίσθητη, ἀλλὰ ὑποχωρεῖ πάλι ἡ φλεγμονὴ καὶ ἡ πληγὴ ἐπουλώνεται, καὶ μένει στὸ δέρμα μιὰ ἀμυχή, σὰ ραφή.
Ε ἶ σ α ι: Γυναῖκα ποὺ ὁμολογουμένως παρασυρμένη βγῆκε στὸ πεζοδρόμιο, καὶ περιπατεῖ ἀπόψε μὲ τέτοιο κρῦο, μὲ δῆθεν ἀδιαφορία, σὲ ἕναν ἐρημικὸ δρόμο τῆς ἀμερικανικῆς αὐτῆς πόλεως, καὶ ὅταν τῆς προτείνει ἕνας μιὰ ἐξευτελιστικὴ τιμὴ τοῦ ἀπαντάει; «καλά, δὲν πειράζει, ἄλλωστε ἐγὼ συντροφιὰ ζητάω», καὶ φεύγουν καὶ οἱ δύο ἀγκαζὲ γιὰ κάποιο ἐρημικὸ ξενοδοχεῖο, στὴν κάτω πόλη, ὅπου αὐτὴ διαμένει κανονικά, πληρώνοντας
στὴ Γαλλίδα ἰδιοκτήτρια ποσοστά.
Ε ἶ σ α ι: Δοχεῖο διακοσμητικό, σὰ βάζο, ποὺ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία ἔχει ἀποκτήσει ὁ πυθμένας του λίγη λέρα, σὰ βάψιμο, καὶ κάνει τὸ πᾶν ἡ νοικοκυρά, μὲ λεμόνι, σόδα καὶ διάφορα ἄλλα συστατικά, γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, ἀλλὰ τὸ βάψιμο δὲ «βγαίνει».
Ε ἶ σ α ι: Βρέφος σὲ καρροτσάκι ἐγκαταλειμένο ἔξω ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ πάει ἡ μητέρα του μιὰ στιγμὴ μέσα γιὰ προσωπική της ἀνάγκη, καὶ περνάει ἕνας περαστικὸς καὶ τοῦ λέει: «Ρὲ γέρο, τί γίνεσαι ρὲ γέρο;» καὶ τὸ βρέφος τὸν κυττάει στὰ μάτια μὲ θυμό, καὶ ἔπειτα τὰ κλείνει μὲ ραθυμιά, σὰ γάτος.
Ε ἶ σ α ι: Λαγὸς ποὺ ὀσφραίνεται κίνδυνο τεντώνει τ’ αὐτιά του καὶ ἀρχίζει ἀπεγνωσμένα νὰ τρέχει καὶ μετὰ σταματάει γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ καὶ μὲ μεγάλη ἀνακούφιση διαπιστώνει ὅτι ὁ κίνδυνος παρῆλθε - ὁπότε στρέφεται μὲ ράθυμες κινήσεις πρὸς ἕναν παρακείμενο θάμνο,
κουλουριάζει τὸ σῶμα του γιὰ νὰ ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς ἀσφάλειας, καὶ εὐτυχισμένος βυθίζεται σὲ ὕπνο.
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθη ἄγρια σὲ ἀνοιχτὸ πεδίο μάχης ἄνοιξη, ὅπου βασιλεύει ἀπόλυτη νηνεμία, ἀλλὰ τὰ παρασύρει μετέπειτα ἕνα ἐλάχιστο ἀεράκι, σὰ μακρινὴ μουσική, καὶ δίνει ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τὴν ἐντύπωση στὸν περαστικὸ ὅτι κάτι τὸ μυστικὸ συμβαίνει γύρω του, καὶ τὸν καταλαμβάνει μιὰ ἀπέραντη λύπη, καὶ αἰσθάνεται ἔνοχος ποὺ αὐτὸς ἀκόμα ζεῖ.
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθρωποι δύο ποὺ διασχίζουν καλοκαιρινὸ βράδι μὲ φεγγάρι τὸν κάμπο τῆς Ἠλείας κοπρολογώντας καὶ ἀκούγονται οἱ φωνές τους ἀπὸ πολὺ μακρυά, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὶς ἀκούει οὔτε χαίρεται οὔτε λυπᾶται, γιατὶ οἱ ἔννοιες, λόγῳ τῆς ἀποστάσεως χάνουν τὸ βάρος τους.
Ε ἶ σ α ι: Διακόπτης, ποὺ ὅπως πάει ἕνα χέρι γιὰ νὰ τὸν στρέψει διερωτᾶται: «Πότε θὰ μὲ ξαναστρέψουν;» Ἀλλὰ τυχαίνει νὰ ξεχαστεῖ τὸ φῶς, ἀπὸ ἀμέλεια, ὅλη τὴ νύχτα ἀνοιχτό, καὶ ὁ διακόπτης, ἀντὶ νὰ καταλάβει τί συμβαίνει ἐξακολουθεῖ νὰ περιμένει, καὶ ἑπομένως ἀγρυπνεῖ μέχρι τὸ πρωῒ ποὺ διαπιστώνουν οἱ ἔνοικοι τὸ λάθος.
Ε ἶ σ α ι: Σκιὰ μέσα σὲ σπίτι ποὺ ἡ καθημερινὴ τροχιά της εἶναι πάντοτε ἡ αὐτή, ἐκτὸς μόνον ὅταν ἀλλάζουν οἱ ἐποχές, ἀλλὰ καὶ τότε ἀκόμα ἡ διαφορὰ εἶναι ἐλάχιστη.
Ε ἶ σ α ι: Ψωμὶ ζυμωτὸ ποὺ ἅμα κοπεῖ ἀρχίζει νὰ διαστέλλεται, μ’ ἕναν τρόπο ποὺ εἶναι σὰ νὰ ἔχει ὀντότητα, ὅταν ὅμως μείνει στὸ ντουλάπι καὶ ξεραθεῖ εἶναι σὰ νεκρό.
Ε ἶ σ α ι: Νωτιαῖος μυελὸς ἀρνιοῦ ψητοῦ ποὺ ὅπως ἐξέχει λίγο ἀπὸ ἕνα σπόνδυλο μοιάζει καταπληκτικὰ σὰ νὰ πρόκειται γιὰ ὀχετὸ ποὺ ἔχει βουλώσει ἀπὸ τὶς διάφορες ἀκαθαρσίες καὶ τὴ γλίνα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα κορμιά.
Ε ἶ σ α ι: Στέρνα μὲ χαλασμένο νερό, ὅπου παιδιὰ ἔχουν πετάξει μέσα καλάμια καὶ πέτρες, καὶ ὅπου, ὅπως κυττᾶμε στὴν ἐπιφάνειά του, μοιάζουν τὰ μοῦτρα μας σὰ χολερικὰ καὶ μὲ πολλὲς διαθλάσεις, ὁπότε ὁρμέμφυτα φωνάζουμε μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια καὶ ἀκούγεται ἀπὸ τὸ βάθος ἡ ἠχώ.
Ε ἶ σ α ι: Κατάσκοπος τοῦ πρώτου
παγκοσμίου πολέμου μὲ μανικοκάπια
καὶ μποτίνια μὲ πολλὰ φιλτισένια κουμπάκια, ὁ ὁποῖος στὰ διάφορα σαλόνια τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, δράττοντας τὰ χέρια τῶν κυριῶν γιὰ νὰ τὰ χειροφιλήσει, δέχεται μὲ τὴ χοῦφτα του σημειωματάκια μὲ πληροφορίες γιὰ διάφορα ὀχυρωματικὰ ἔργα καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὰ σαλόνια, πηγαίνει σὲ μιὰ γωνία, μπογιατίζει τὰ μοῦτρα του, φορεῖ τεχνητὰ μουστάκια καὶ γένεια, καὶ παρουσιάζεται σὰν ἄλλο ἄτομο, καὶ οἱ ἄλλοι οὔτε κὰν τὸν ὑποπτεύονται.
Ε ἶ σ α ι: Πολλὰ πράγματα ἀκόμη ποὺ θὰ σοῦ γράψω ὅταν, κτῆνος, θὰ μοῦ γράψεις.
Χαῖρε καὶ ἔσο γαλαντόμος.
Μοντρεὰλ 1957
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου