Δευτέρα, Απριλίου 07, 2014

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΛΕΚΟ ΖΟΥΚΑ...

Δυὸ χρόνια πέρασαν ἀ­πὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ξεχωριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου μου φίλου Ἀλέκου Ζούκα, γιὰ τὸ βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας… Ἔτσι, μιὰ ἀναφορὰ γιὰ νὰ τοῦ πῶ, πὼς ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη χωρὶς τὶς συζητήσεις μας γιὰ τόπους, πράγματα καὶ ἀνθρώπους, τὸ κείμενο αὐτὸ, τοῦ κοινοῦ μας φίλου Πέτρου Μανταίου….




    Ἀ­λέ­κος Ζού­κας πο γνώ­ρι­σα
Ἀ­πὸ τν Πέ­τρο Μαν­ταῖ­ο
Ἀναδημοσίευση  ἀ­πὸ τ περιοδικό Ὀροπέδιο, τεύχος 13ο, Χειμώνας 2013-2014

Χει­μώ­νας το ’81-’82. Νυ­χτε­ρι­νὸ μα­γα­ζὶ μ λα­ϊ­κὰ ὄρ­γα­να. Μι­κρὸ ἀλ­λὰ ζε­στό, πε­ρι­ποι­η­μέ­νο: δι­πλὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο, κε­ρὶ σ γυά­λες στ κά­θε τρα­πέ­ζι, φα­γη­τὸ γι ὅ­ποι­ον ἤ­θε­λε, ἐ­ξα­ε­ρι­σμὸς γι τν κου­ζί­να κα τ κά­πνι­σμα· σπά­νιο εἶ­δος τό­τε στ μι­κρο­μά­γα­ζα τς νύ­χτας. Ρεμ­πε­τά­δι­κο· νε­ό­κο­πος τό­τε χα­ρα­κτη­ρι­σμός. Δυ­ό-τρί­α χρό­νια με­τὰ τ χούν­τα, νε­α­ροὶ ὀρ­γα­νο­παῖ­κτες ἄλ­λοι σπου­δαγ­μέ­νοι, ἄλ­λοι μι­σο­σπου­δαγ­μέ­νοι, ἄλ­λοι αὐ­το­δί­δα­κτοι ρέ­κτες ἐ­ρα­σι­τέ­χνες «ψαγ­μέ­νοι»— ἐ­πέ­στρε­φαν στ πα­λιὸ ρεμ­πέ­τι­κο μ ὁρ­μὴ κα ἐμ­μο­νὴ νε­ο­φώ­τι­στου. κό­σμος εἶ­χε ἀλ­λά­ξει, μου­σι­κὴ εἶ­χε ἀλ­λά­ξει, ἴ­δια ἡ λα­ϊ­κὴ μου­σι­κὴ εἶ­χε με­τα­μορ­φω­θεῖ ἀ­πὸ σπου­δαί­ους συν­θέ­τες (Τ παι­διὰ το Πει­ραι­ᾶ, το Χατ­ζι­δά­κι εἶ­χαν πά­ρει Ὄ­σκαρ μου­σι­κῆς, λα­ϊ­κὰ ὀ­ρα­τό­ρια το Θε­ο­δω­ρά­κη παί­ζον­ταν σ ὅ­λο τν κό­σμο…), ἀλ­λὰ ο νε­α­ροὶ «ρεμ­πέ­τες» ἐ­πέ­με­ναν, εὐ­λα­βι­κά, σ μου­σι­κοὺς δρό­μους προ­πο­λε­μι­κούς.
 Σχη­μά­τι­ζαν ὁ­μά­δες. Τς ὀ­νό­μα­ζαν ὅ­πως πα­λιὰ στ Σμύρ­νη, στν Πό­λη, ὑ­στε­ρό­τε­ρα στν Πει­ραι­ὰ– κομ­πα­νί­ες (συν­τρο­φι­ές) ρεμ­πέ­τι­κες, κα πε­ρι­φέ­ρον­ταν σ τα­βερ­νεῖ­α το κέν­τρου, μ θα­μῶ­νες τ πλεῖ­στον νε­α­ρούς, ὅ­που ἡ πλη­ρω­μὴ τους γι­νό­ταν «μ δί­σκο» «μ κα­πέ­λο», ἐ­ρα­νι­κά, ἀ­πὸ τρα­πέ­ζι σ τρα­πέ­ζι, ὅ­πως ἄλ­λο­τε μ τος πλα­νό­διους μου­ζι­κάν­τη­δες μ τν κι­θά­ρα , σπα­νι­ό­τε­ρα, τ μπου­ζού­κι , συ­χνό­τε­ρα, τ ἀ­κορ­ντε­όν.

Τ ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι ὅ­τι τ κοι­νὸ ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ὅ­λο κα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ο θα­μῶ­νες αὐ­τῶν τν μα­γα­ζι­ῶν δν ἦ­ταν πι μό­νο νέ­οι. «Ἐμ­βο­λι­ά­ζον­ταν» κα ἀ­πὸ ἡ­λι­κί­ες με­γα­λύ­τε­ρες· ἡ­λι­κί­ες πο ἀρ­χι­νᾶ ν δι­α­φαί­νε­ται στ πρό­σω­πό τους πρώ­τη «ρυ­τί­δα» νο­σταλ­γί­ας, κα πο ἐ­κεί­νη τν ἐ­πο­χὴ ἀρ­χι­νοῦ­σε ν φου­σκώ­νει κα τ πορ­το­φό­λι τους. Στ μα­γα­ζιὰ πο ἔ­παι­ζαν ο κομ­πα­νί­ες, συ­νή­θως Πα­ρα­σκευ­ο­σάβ­βα­τα, ἔ­πρε­πε ν κλεί­σεις θέ­ση ἀ­πὸ πρω­τύ­τε­ρα.
Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ο ρεμ­πέ­τι­κες συν­τρο­φι­ὲς παύ­ουν ν εἶ­ναι πλα­νό­δι­ες κα παί­ζουν σ μό­νι­μα στέ­κια το κέν­τρου, ἰ­δί­ως πε­ρὶ τ Μο­να­στη­ρά­κι, ἐ­π’ ἀ­μοι­βή, Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, ἀλ­λὰ με­ση­μέ­ρι. Λί­γο πι με­τὰ ἀρ­χί­ζουν ν ἐμ­φα­νί­ζον­ται τ πρῶ­τα νυ­χτε­ρι­νὰ ρεμ­πε­τά­δι­κα το κέν­τρου πο ξε­νυ­χτοῦν, κα λί­γο κα­τό­πιν, πε­ρί­που τν ἐ­πο­χὴ πο λέ­με, τ πρῶ­τα «φ δ Μπρον­τγου­έ­ι»  ἔ­ξω ἀ­πὸ τς «πα­ρα­δο­σια­κὲς πιά­τσες», ὅ­πως κα μ τ θέ­α­τρα– ρεμ­πε­τά­δι­κα. Πρῶ­το τέ­τοι­ο ἀ­πο­κεν­τρω­μέ­νο μα­γα­ζὶ ἦ­ταν ν μνή­μη δν ἀ­πα­τᾶ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια στ ἴ­διο …κρε­βά­τι!– τ Τα­ξί­μι, στ Ἐ­ξάρ­χεια (Νε­ά­πο­λη) σ πά­ρο­δο τς Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη.  
Τέ­τοι­ο μα­γα­ζὶ ἦ­ταν Τ Πα­λιό μας Σπί­τι, ἀ­πὸ ὅ­που ξε­κι­νᾶ ἱ­στο­ρί­α μας ἕ­να βρά­δυ πρς …ξη­με­ρώ­μα­τα τν χει­μώ­να ’81-’82. Πα­λιὸ προ­σφυ­γό­σπι­το στν Και­σα­ρια­νή, πί­σω ἀ­πὸ τ σχο­λεῖ­α, δι­α­μορ­φω­μέ­νο σ κομ­ψό, οἰ­κεῖ­ο νυ­χτε­ρι­νὸ στέ­κι. Μό­λις ἔ­χει ἐγ­και­νια­στεῖ. Μι­κρὸ πάλ­κο ἄ­πλε­το στ φς, πεν­τέ­ξι ὀρ­γα­νο­παῖ­χτες/τρα­γου­δι­στές, μι­σο­σκό­τα­δο στν αἴ­θου­σα. Ἀ­τμό­σφαι­ρα.
Ἔ­χου­με πά­ει μ τν Ἀν­τώ­νη Τα­βά­νη, ἀρ­γά, ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γε κα τε­λευ­ταῖ­ος πε­λά­της ἀ­πὸ τν τα­βέρ­να του, πο ἦ­ταν Μομ­φε­ρά­του κα Λου­κά­ρε­ως, δυ­τι­κὰ τν πα­λαι­ῶν φυ­λα­κῶν Ἀ­βέ­ρωφ, με­τέ­πει­τα Δι­κα­στι­κὸ Μέ­γα­ρο. Ἀ­πὸ τν κομ­πα­νί­α γνω­ρί­ζου­με τν ἐ­πι­κε­φα­λῆς, τν Γι­ῶρ­γο Τζώρ­τζη· μᾶς τν ἔ­χει «ἀ­πο­στεί­λει», μ θερ­μὲς συ­στά­σεις, ἀ­πὸ τ Πα­ρί­σι Γι­ῶρ­γος Γα­βρι­η­λί­δης, Πα­ρι­ζιά­νος ἀ­πὸ τ ’59, μον­τὲρ τό­τε στ γαλ­λι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση. Τ παι­διά, σ κλί­μα μό­νο γι βα­θιὰ μυ­η­μέ­νους, ἔ­χουν κα­τε­βά­σει τ «ἀρ­χεῖ­ο» τοἀρ­χαί­ου ρεμ­πέ­τι­κου –ὅ­που ὡς κα Βαμ­βα­κά­ρης εἶ­ναι …μον­τέρ­νος– καί, του­λά­χι­στον τν Ἀν­τώ­νη κι ἐ­μέ­να, μς να­νου­ρί­ζουν στν «κού­νια» το χιτ­ζάτζ το μα­κὰμ δν ξέ­ρω ποια­νοῦ ἀλ­λου­νοῦ ἀ­να­το­λί­τι­κου ρεμ­πε­τό­δρο­μου. Λί­γο προ­τοῦ ἀ­πο­κοι­μη­θῶ –πλη­σιά­ζει ὥ­ρα πέν­τε!– κραυ­γά­ζω ἄ­πελ­πις: «Κα­νέ­νας Ζαμ­πέ­τας ρ παι­διά! Κοι­μη­θή­κα­με!». «Ποι­ὸς ζή­τη­σε Ζαμ­πέ­τα;» δι­έ­κο­ψε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τν ὀρ­χή­στρα προ­σπα­θών­τας ν δι­α­κρί­νει τ «δρά­στη» στ μι­σο­σκό­τα­δο. «Ἐ­γώἀ­πάν­τη­σα ὁ­λο­γρά­φως. «Ν χα­ρῶ τ φί­λο!» ἀν­τι­γύ­ρι­σε με­γα­λο­πρε­πῶς ἐ­κεῖ­νος, κα ἀ­μέ­σως ἔ­πια­σε στ μπου­ζού­κι μί­α εἰ­σα­γω­γή, ἀ­πὸ τς μο­να­δι­κές, τς ἀ­νε­πα­νά­λη­πτες, το Ζαμ­πέ­τα. Ἦ­ταν ὁ Ἀ­λέ­κος Ζού­κας κα ἦ­ταν ἡ ἀ­παρ­χὴ μις φι­λί­ας, πο βά­στα­ξε ἀ­πὸ τό­τε μέ­χρι τν τε­λευ­ταί­α Κυ­ρια­κὴ τν Βα­ΐ­ων, ὅ­ταν γι τν Ἀ­λέ­κο, νε­ό­τα­το ἀ­κό­μα κα στν πι ὥ­ρι­μη πα­ρα­γω­γι­κὰ στιγ­μή του, κό­πη­κε τ νῆ­μα τς ζω­ῆς, κι ἔ­μει­νε στος πο­λυ­ά­ριθ­μους φί­λους του ν ξε­τυ­λί­γουν τ νῆ­μα τς μνή­μης.
Ἤ­μουν στ Πή­λιο γι τ Πά­σχα, ὅ­ταν, κοι­νὸς φί­λος, μο τη­λε­φώ­νη­σε τἀ­να­με­νό­με­νο ὠ­στό­σο– «τε­λε­σί­δι­κο». Με­γα­λο­δευ­τέ­ρα κη­δεύ­τη­κε κα ἐν­τα­φι­ά­στη­κε στ Θεσ­σα­λο­νί­κη, τό­πο τς γυ­ναί­κας του, τς Δέ­σποι­νας, στ Νέ­α Νε­κρο­τα­φεῖ­α. Θυ­μή­θη­κα τν Ἐγ­γο­νό­που­λο στν Μπο­λι­βάρ: «Τί γύ­ρευ­ες στ Λά­ρι­σα, σύ, ἕ­νας Ὑ­δραῖ­ος;». Τί γύ­ρευ­ε στ Θεσ­σα­λο­νί­κη πι Θεσ­σα­λὸς ἀ­πὸ τος σύγ­χρο­νους Θεσ­σα­λούς! Αὐ­τὸς πο ἔ­ψαυ­ε στ δά­χτυ­λα τ χῶ­μα το θεσ­σα­λι­κοῦ κάμ­που κα τ ἀ­νι­στο­ροῦ­σε, αὐ­τὸς πο τρυ­γοῦ­σε τ ἀ­ρώ­μα­τα τν θεσ­σα­λι­ώ­τι­κων βου­νῶν κα ἔ­ραι­νε μ αὐ­τὰ τος ἀ­κρο­α­τές του, στ μι­κρὴ συν­τρο­φιὰ τς τα­βέρ­νας εἴ­τε στ με­γά­λη μις δι­ά­λε­ξης. Ἔ­βρε­χε ἀ­στα­μά­τη­τα ἐ­κεῖ­νο τ με­ση­μέ­ρι. Ἀ­πὸ τ Πή­λιο μέ­χρι τ Θεσ­σα­λο­νί­κη κα ἴ­σα­με τν ἄλ­λη μέ­ρα ἔ­βρε­χε! Πο βρέ­θη­κε τό­σος κό­σμος, μ τέ­τοι­ον και­ρό! Ἀ­πὸ τ Κρή­τη, τν Πά­τρα, τν Ἀ­θή­να, τν Ἤ­πει­ρο, τ Μα­κε­δο­νί­α, ἀ­πὸ νη­σιά… Ἀ­πὸ τ Θεσ­σα­λί­α –ἀ­πὸ τν Καρ­δί­τσα κα τν Με­σε­νι­κό­λα, τν πα­τρί­δα του, ἀ­πὸ τ Λά­ρι­σα, ὅ­που ἦ­ταν ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νος– οὔ­τε λό­γος! Πλῆ­θος!
«Ἔ­τσι θ φύ­γει Ἀ­λέ­κος; Χω­ρὶς ἕ­να λό­γο; Ξέ­ρε­τε ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ Ἀ­λέ­κος;..» εἶ­πε κά­ποι­ος αὐ­θόρ­μη­τα, μ’ ἕ­ναν κόμ­πο στ λαι­μό, μέ­σα ἀ­πὸ τ πλῆ­θος μ τς ὀμ­πρέ­λες, ἀ­νε­βα­σμέ­νος σ μί­α στοί­βα μου­σκε­μέ­νο κοκ­κι­νό­χω­μα. Συμ­πα­τρι­ώ­της του, ἀλ­λὰ κα συμ­φοι­τη­τὴς του στ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, συ­νο­δοι­πό­ρος ζω­ῆς. ΄Ἄ­νοι­ξε τν ψυ­χή του, γι τρί­α λε­πτά, κα μί­λη­σε μ τν καρ­διά του γι τν ἀ­γα­πη­μέ­νο φί­λο, τν πο­λύ­τι­μο σύν­τρο­φο πο ἔ­χα­νε, τ ζω­ή του, τν πο­λι­τι­κὴ στρά­τευ­ση κα τν ἐ­θε­λον­τι­κὸ πα­ρο­πλι­σμό, τ ἔρ­γο του, τς πα­ρέ­ες, τ γλέν­τια, τς φάρ­σες, τος ἔ­ρω­τες. Χα­ρα­κτή­ρας πλη­θω­ρι­κός. Τα­ξι­δευ­τὴς το χώ­ρου κα το χρό­νου ἄ­παι­χτος. Ἀ­φη­γη­τὴς σα­γη­νευ­τι­κός· ἀ­πὸ τς τε­λευ­ταῖ­ες ἀ­να­λαμ­πὲς τν ἀρ­χαί­ων πα­ρα­μυ­θά­δων.
«Στ ’­χω ξα­να­πεῖ αὐ­τό! Δ στ ’­χω;» ἔ­λε­γε συ­χνά. «Τ ’­χεις ξα­να­πεῖ, ἀλ­λὰ ξα­να­πὲς το. Ἀ­φοῦ κά­θε φο­ρὰ τ λς ἀλ­λι­ώ­τι­κα!» τν πα­ρα­κι­νοῦ­σα. Τ σπαρ­τα­ρι­στὴ ἱ­στο­ρί­α τς γνω­ρι­μί­ας του, φοι­τη­τὴς τό­τε, μ τν Σκα­ρίμ­πα: πς πῆ­γε, με­τὰ ἀ­πὸ ραν­τε­βού, κα τν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε στ σπί­τι του στ Χαλ­κί­δα, μ’ ἕ­να κου­τὶ κου­ραμ­πι­έ­δες ἀ­πὸ τ λι­γο­στὸ χαρ­τζι­λί­κι του (ο κου­ραμ­πι­έ­δες κα τ ναῦ­λα πη­γαι­νέ­λα ἦ­ταν ὅ­λα του τ λε­φτά· δυ­ὸ μέ­ρες εἶ­χε ν φά­ει!), κα πς Σκα­ρίμ­πας τν ὑ­πο­δέ­χτη­κε μ …προ­τε­τα­μέ­νο πε­ρί­στρο­φο, αὐ­τὴ τν ἀ­πί­θα­νη ἱ­στο­ρί­α, μ τν πα­ρα­στα­τι­κὴ –σω­στὸ θέ­α­τρο!– ἀ­φή­γη­ση σἄ­πται­στα καρ­δι­τσι­ώ­τι­κα, πρέ­πει ν τν εἶ­χα βά­λει ν τν πε του­λά­χι­στον δέ­κα φο­ρές, ο δυ­ό μας σ πα­ρέ­α.
Ξε­κί­νη­σε, νε­α­ρός, ἕ­να κα­λο­καί­ρι ν ἐ­ξε­ρευ­νή­σει τν Πίν­δο κα περ­πά­τη­σε σα­ράν­τα μέ­ρες, ἀ­θε­ό­φο­βος, ἀ­πὸ τ ὀ­ρει­νά της Καρ­δί­τσας μέ­χρι τ Γι­άν­νε­να, μ ὕ­πνο «ἔ­να­στρο» ὅ­πως τν ἔ­λε­γε: μ σλί­πιν-μπκ στ ὕ­παι­θρο! «Δν φο­βό­σουν τ φί­δια;» ἀ­πό­ρη­σα ὁ ἄ­σχε­τος πρω­τευ­ου­σιά­νος. «Πι πο­λὺ φο­βοῦν­ταν αὐ­τὰ ἐ­μέ­να…» μ ἀ­πο­σβό­λω­σε! Μς ἀ­νέ­βα­σε μί­α φο­ρά, τρες φί­λους του, στν Κίσ­σα­βο ν μς ξε­να­γή­σει. Ἤ­μα­σταν ἕ­νας μα­θη­μα­τι­κός, ν θυ­μᾶ­μαι ( Ἀ­λέ­κος εἶ­χε σπου­δά­σει Φυ­σι­κή), ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας κα ἀ­φεν­τιά μου. Μς φι­λο­ξε­νοῦ­σε στ Λά­ρι­σα. Ἔ­κα­νε μί­α ἑ­ορ­τα­στι­κὴ πα­ρου­σί­α­ση ἑ­νὸς λευ­κώ­μα­τος γι τος πρώ­τους κι­νη­μα­το­γρα­φι­στὲς τν Βαλ­κα­νί­ων, τος πε­ρί­φη­μους ἀ­δελ­φοὺς Μα­νά­κια, κα ἤ­μα­σταν κα­λε­σμέ­νοι του ν ποῦ­με «δυ­ὸ λό­για». Προ­σω­πι­κὰ ἐ­πέ­λε­ξα ν στα­θῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στς ἐκ­δό­σεις του: «ΕΛΛΑ»· πο­λὺ ση­μαν­τι­κές, πι­στεύ­ω, γι τ Θεσ­σα­λί­α, ἀλ­λὰ κα μ ἐν­δι­α­φέ­ρον εὐ­ρύ­τε­ρα πα­νελ­λή­νιο· πρω­τό­τυ­πες εἴ­τε σπά­νι­ες, εἰ­δι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος, ἀ­να­στα­τι­κὲς ἐ­πα­νεκ­δό­σεις. Δε­κά­δες τίτ­λοι!
Μς ἀ­νέ­βα­σε λοι­πὸν στν Κίσ­σα­βο, ἀ­πο­φεύ­γον­τας συ­στη­μα­τι­κὰ τν ἄ­σφαλ­το, μ’ ἕ­να Νί­βα 4Χ4 …ἀ­ναρ­ρι­χώ­με­νο! Χω­μα­τό­δρο­μοι, ρυά­κια, λα­γοί, χε­λῶ­νες κα φί­δια… Ἰν­τιά­να Τζό­ουνς! Οὔ­τε πο φαν­τα­ζό­μουν ὅ­τι ὁ Κίσ­σα­βος ἔ­χει τό­σα χω­ριά! Γνώ­ρι­ζα ἕ­ως τό­τε, ἄν­τε τ Ἀμ­πε­λά­κια κα τν Ἁ­γιὰ καί, λί­γο με­τά, λό­γω Μπό­στ, τ Με­τα­ξο­χώ­ρι… Στα­μά­τη­σε κά­ποι­α στιγ­μὴ τ Νί­βα. «Βγᾶ­τε ὄ­ξω!» εἶ­πε προ­στα­κτι­κά. Ὑ­πα­κού­σα­με. θέ­α ἦ­ταν ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη. Ἀ­λέ­κος εἶ­χε τ με­γά­λο χά­ρι­σμα τν συμ­βο­λι­στῶν: οὔ­τε σοῦ ἔ­δει­χνε οὔ­τε σοῦ ἔ­λε­γε· ἁ­πλῶς δι­ά­λε­γε τ ση­μεῖ­ο, φτά­νει ν εἶ­χες μά­τια ν δες κα αὐ­τιὰ ν’ ἀ­κού­σεις! Ἔ­σκυ­ψε κα ξε­ρί­ζω­σε ἕ­να λου­λου­δά­κι μπλέ. «Τί κά­νεις ρέ, ξε­πα­τώ­νεις τ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα;» τν ἀ­πο­πῆ­ρα. «Ἔ­χει χι­λιά­δες!» δι­α­σκέ­δα­σε τ «θυ­μό» μου. ρί­ζα ἦ­ταν βολ­βός. Τν ξε­φλού­δι­σε κα μο τν πρό­σφε­ρε: «Φά­ε!». «Τί εἶ­ναι αὐ­τό;». «Ἀ­γρι­ό­σκορ­δο! Φά­ε!». Ἦ­ταν ὄν­τως σκόρ­δο· πε­ρί­λη­ψη ἀλ­λὰ σκόρ­δο, νο­στι­μό­τα­το!
Ὀρ­γα­νο­παί­κτης –μπου­ζού­κι ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό, κι­θά­ρα ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κή–, λα­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας, ἐκ­δό­της, πα­ρα­γω­γὸς δί­σκων (ἠ­χο­γρά­φη­σε καί, ν συ­νε­χεί­ᾳ, δι­σκο­γρά­φη­σε γέ­ρον­τες κα γε­ρόν­τισ­σες τς Οἴ­της, ἐ­πι­τό­που κα κα­πέ­λα, σ πα­ρα­δο­σια­κά τους τρα­γού­δια!), πα­ρα­γω­γὸς ρα­δι­ο­φω­νι­κῶν κα τη­λε­ο­πτι­κῶν ἐκ­πομ­πῶν, δη­μο­σι­ο­γρά­φος, μου­σι­κο­λό­γος, δι­α­σκε­δα­στὴς κα γλεν­τζὲς πο δν κα­τα­λά­βαι­νε ἀ­πὸ ὅ­ριο. Κα­τέ­βαι­να μί­α φο­ρὰ ἀ­πὸ τ Θεσ­σα­λο­νί­κη μ τ λε­ω­φο­ρεῖ­ο κα στα­μά­τη­σα στ Λά­ρι­σα ν τν δ· θ ἔ­παιρ­να τ ἑ­πό­με­νο. «Εἶ­σαι κα­λά;» μο εἶ­πε. «Ἔ­χω τό­σον και­ρὸ ν σ δ κα φεύ­γεις σ μί­αν ὥ­ρα;». «Κα τί θς ν κά­νω; Ν πο­λι­το­γρα­φη­θῶ Λα­ρι­σαῖ­ος;». «Κά­τι λι­γό­τε­ρο …γρα­φει­ο­κρα­τι­κό. Ἐ­πι­στρέ­φεις ἀ­μέ­σως στ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἀ­πό­ψε εἴ­μα­στε κα­λε­σμέ­νοι στν Μύ­λο!». Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα δέ­κα-δέ­κα μι­σή… Πρν κν συλ­λα­βί­σω τν ἑ­πό­με­νη φρά­ση εἶ­χε πλη­ρώ­σει τος κα­φέ­δες, μο εἶ­χε φορ­τώ­σει τ μπου­φὰν κα τν σά­κο στν πλά­τη κα ἤ­δη …δι­α­σχί­ζα­με τ Τέμ­πη. Κά­που ἀ­νά­με­σα πρέ­πει, χω­ρὶς ν πά­ρω εἴ­δη­ση, κα ν τη­λε­φώ­νη­σε, για­τί στν Μύ­λο μᾶς εἶ­χαν ἑ­τοι­μά­σει ὑ­πο­δο­χή!
Σ μί­αν «ἀ­νά­παυ­λα» ἀ­πὸ τς χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες, πρό­περ­σι τν Αὔ­γου­στο, ἀ­νέ­βη­κε, με­ση­με­ρά­κι, στ Πή­λιο. Τ λέ­γα­με, στν αὐ­λή, κά­τω ἀ­πὸ τν κα­ρυ­διά, πί­νον­τας τσί­που­ρο, ς ἀρ­γὰ τ βρά­δυ. Ἦ­ταν συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ κα τ ἐν­δι­α­φέ­ρον τν για­τρῶν στ δη­μό­σια νο­σο­κο­μεῖ­α. «Κά­νουν ἄ­θλοἔ­λε­γε. Κα­τὰ τς δώ­δε­κα κί­νη­σε ν φύ­γει. Ἐ­πέ­μει­να, ἐ­πι­μεί­να­με μ τ γυ­ναί­κα μου κα κά­ποι­ους φί­λους πο φι­λο­ξε­νού­σα­με, ν κοι­μη­θεῖ στ σπί­τι. «Πο θ πς τέ­τοι­α ὥ­ρα τό­σο δρό­μο!». «Μ’ ἀ­ρέ­σει ν ὁ­δη­γῶ βρά­δυ! Σκέ­φτο­μαι κα­λύ­τε­ρα!» εἶ­πε.
Λί­γο προ­τοῦ ξε­κι­νή­σει τ ἀ­τε­λεί­ω­τα μπές-βγς στ νο­σο­κο­μεῖ­α –ΑΧΕΠΑΝΣ, Με­τα­ξᾶ, Εὐ­αγ­γε­λι­σμός– εἴ­χα­με και­ρὸ ν τ ποῦ­με κα τν ἀ­να­ζή­τη­σα στ τη­λέ­φω­νο. «Ξέ­ρεις πο μ πε­τυ­χαί­νεις;» εἶ­πε μ ἔκ­δη­λο ἐν­θου­σια­σμό. «Πο;». «Στν Κά­τω Ἰ­τα­λί­α, μ τος Γκραι­κά­νους, τος ἑλ­λη­νό­φω­νους! Σο μι­λά­ω γι τρέ­λα. Πρέ­πει ν τ κά­νου­με μα­ζὶ αὐ­τὸ τ τα­ξί­δι!». Ἄλ­λη «ἀ­νά­παυ­λα» ἀ­πὸ χη­μει­ο­θε­ρα­πεί­α αὐ­τή! Εἶ­χε πιά­σει δου­λειὰ –ἐ­πὶ χρό­νια ἐκ­κρε­μοῦ­σε αἴ­τη­σή του· ἀ­πί­θα­να τ προ­σόν­τα του!– στν ἐ­θνι­κὴ ρα­δι­ο­φω­νί­α: πα­ρα­γω­γός/πα­ρου­σια­στὴς ἐκ­πομ­πῆς μ σπά­νι­ες μου­σι­κὲς ἀ­π’ ὅ­λο τν κό­σμο κα μου­σι­κὸς ἐ­πι­με­λη­τὴς σ ἐκ­πομ­πὲς ἄλ­λων. Τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ πο περ­πα­τή­σα­με πα­ρέ­α, πέρ­σι τέ­τοι­ον και­ρό, ἀ­βί­α­στα ἀ­πὸ τ Ἐ­ξάρ­χεια, τ «Μου­ριά», μέ­χρι ἕ­να ρεμ­πε­τά­δι­κο, στν Κα­πνι­κα­ρέ­α –ἦ­ταν στν πα­ρέ­α κα Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος, ἐκ­δό­της το ἀ­νὰ χεί­ρας– μου ἔ­λε­γε μ ἀ­φάν­τα­στη ὄ­ρε­ξη: «Νι­ώ­θω τό­ση δύ­να­μη, ποὺ μοῦ ’ρ­χε­ται ν κα­τα­πι­ῶ τ Γ!». Τν ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σα στν Εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ μί­α βδο­μά­δα πρν ἀ­πὸ τν Βα­ΐ­ων. «Θ τ ξα­να­ποῦ­με με­τὰ τ Πά­σχα…» εἶ­πα. «Κα­λά!» μο εἶ­πε σκυμ­μέ­νος στ τρα­πε­ζά­κι ὅ­που κά­τι ψευ­τό­τρω­γε. Ψι­λο­γέ­λα­σε. Μι βδο­μά­δα με­τὰ κα­τά­λα­βα ὅ­τι αὐ­τὸ τ γέ­λιο μ θαυ­μα­στι­κὸ ἦ­ταν γι μέ­να. Κά­τι σν τε­λευ­ταῖ­α τσαχ­πι­νιὰ ἀ­πὸ Ζαμ­πέ­τα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: