Δυὸ χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ξεχωριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου
μου φίλου Ἀλέκου Ζούκα, γιὰ τὸ βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας… Ἔτσι, μιὰ ἀναφορὰ γιὰ νὰ
τοῦ πῶ, πὼς ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη χωρὶς τὶς συζητήσεις μας γιὰ τόπους, πράγματα
καὶ ἀνθρώπους, τὸ κείμενο αὐτὸ, τοῦ κοινοῦ μας φίλου Πέτρου Μανταίου….
Ὁ Ἀλέκος Ζούκας ποὺ γνώρισα
Ἀπὸ τὸν Πέτρο Μανταῖο
Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ περιοδικό Ὀροπέδιο, τεύχος 13ο,
Χειμώνας 2013-2014
Χειμώνας τοῦ ’81-’82. Νυχτερινὸ μαγαζὶ μὲ λαϊκὰ ὄργανα. Μικρὸ ἀλλὰ ζεστό, περιποιημένο:
διπλὸ τραπεζομάντιλο, κερὶ σὲ γυάλες στὸ κάθε τραπέζι, φαγητὸ γιὰ ὅποιον ἤθελε, ἐξαερισμὸς γιὰ τὴν κουζίνα καὶ τὸ κάπνισμα· σπάνιο εἶδος τότε
στὰ μικρομάγαζα τῆς νύχτας. Ρεμπετάδικο· νεόκοπος τότε χαρακτηρισμός. Δυό-τρία
χρόνια μετὰ τὴ χούντα, νεαροὶ ὀργανοπαῖκτες
–ἄλλοι σπουδαγμένοι, ἄλλοι μισοσπουδαγμένοι,
ἄλλοι
αὐτοδίδακτοι ρέκτες ἐρασιτέχνες «ψαγμένοι»— ἐπέστρεφαν στὸ παλιὸ ρεμπέτικο μὲ ὁρμὴ καὶ ἐμμονὴ νεοφώτιστου.
Ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει, ἡ μουσικὴ εἶχε ἀλλάξει, ἡ ἴδια ἡ λαϊκὴ μουσικὴ εἶχε μεταμορφωθεῖ ἀπὸ σπουδαίους συνθέτες (Τὰ παιδιὰ τοῦ Πειραιᾶ, τοῦ Χατζιδάκι εἶχαν πάρει Ὄσκαρ μουσικῆς, λαϊκὰ ὀρατόρια τοῦ Θεοδωράκη παίζονταν σὲ ὅλο τὸν κόσμο…), ἀλλὰ οἱ νεαροὶ «ρεμπέτες» ἐπέμεναν, εὐλαβικά, σὲ μουσικοὺς δρόμους προπολεμικούς.
Σχημάτιζαν ὁμάδες. Τὶς ὀνόμαζαν –ὅπως παλιὰ στὴ Σμύρνη, στὴν Πόλη, ὑστερότερα στὸν Πειραιὰ– κομπανίες (συντροφιές) ρεμπέτικες,
καὶ περιφέρονταν σὲ ταβερνεῖα τοῦ κέντρου, μὲ θαμῶνες τὸ πλεῖστον νεαρούς, ὅπου ἡ πληρωμὴ τους γινόταν «μὲ δίσκο» ἢ «μὲ καπέλο», ἐρανικά, ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι, ὅπως ἄλλοτε μὲ τοὺς πλανόδιους
μουζικάντηδες μὲ τὴν κιθάρα ἤ, σπανιότερα, τὸ μπουζούκι ἤ, συχνότερα,
τὸ ἀκορντεόν.
Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τὸ κοινὸ ἀνταποκρινόταν
ὅλο καὶ περισσότερο.
Οἱ θαμῶνες αὐτῶν τῶν μαγαζιῶν δὲν ἦταν πιὰ μόνο νέοι. «Ἐμβολιάζονταν» καὶ ἀπὸ ἡλικίες μεγαλύτερες· ἡλικίες ποὺ ἀρχινᾶ νὰ διαφαίνεται στὸ πρόσωπό τους ἡ πρώτη «ρυτίδα» νοσταλγίας, καὶ ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀρχινοῦσε νὰ φουσκώνει καὶ τὸ πορτοφόλι τους. Στὰ μαγαζιὰ ποὺ ἔπαιζαν οἱ κομπανίες, συνήθως Παρασκευοσάββατα,
ἔπρεπε
νὰ κλείσεις
θέση ἀπὸ πρωτύτερα.
Λίγο ἀργότερα οἱ ρεμπέτικες συντροφιὲς παύουν
νὰ εἶναι πλανόδιες καὶ παίζουν σὲ μόνιμα
στέκια τοῦ κέντρου, ἰδίως περὶ τὸ Μοναστηράκι, ἐπ’ ἀμοιβή, Σαββατοκύριακα, ἀλλὰ μεσημέρι. Λίγο πιὸ μετὰ ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται τὰ πρῶτα νυχτερινὰ ρεμπετάδικα τοῦ κέντρου ποὺ ξενυχτοῦν, καὶ λίγο κατόπιν, περίπου τὴν ἐποχὴ ποὺ λέμε, τὰ πρῶτα «ὂφ δὲ Μπροντγουέι» – ἔξω ἀπὸ τὶς «παραδοσιακὲς πιάτσες», ὅπως καὶ μὲ τὰ θέατρα– ρεμπετάδικα. Πρῶτο τέτοιο ἀποκεντρωμένο μαγαζὶ ἦταν –ἂν ἡ μνήμη δὲν ἀπατᾶ μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια στὸ ἴδιο …κρεβάτι!–
τὸ Ταξίμι, στὰ Ἐξάρχεια (Νεάπολη) σὲ πάροδο τῆς Χαριλάου Τρικούπη.
Τέτοιο μαγαζὶ
ἦταν
Τὸ Παλιό μας Σπίτι, ἀπὸ ὅπου ξεκινᾶ ἡ ἱστορία μας ἕνα βράδυ πρὸς …ξημερώματα
τὸν χειμώνα ’81-’82. Παλιὸ προσφυγόσπιτο
στὴν Καισαριανή, πίσω ἀπὸ τὰ σχολεῖα, διαμορφωμένο σὲ κομψό, οἰκεῖο νυχτερινὸ στέκι. Μόλις
ἔχει
ἐγκαινιαστεῖ. Μικρὸ πάλκο
ἄπλετο
στὸ φῶς, πεντέξι ὀργανοπαῖχτες/τραγουδιστές, μισοσκόταδο στὴν αἴθουσα. Ἀτμόσφαιρα.
Ἔχουμε πάει μὲ τὸν Ἀντώνη Ταβάνη, ἀργά, ἀφοῦ ἔφυγε καὶ ὁ τελευταῖος πελάτης ἀπὸ τὴν ταβέρνα του, ποὺ ἦταν Μομφεράτου
καὶ Λουκάρεως, δυτικὰ τῶν παλαιῶν φυλακῶν Ἀβέρωφ, μετέπειτα Δικαστικὸ Μέγαρο. Ἀπὸ τὴν κομπανία γνωρίζουμε τὸν ἐπικεφαλῆς, τὸν Γιῶργο Τζώρτζη· μᾶς τὸν ἔχει «ἀποστείλει», μὲ θερμὲς συστάσεις, ἀπὸ τὸ Παρίσι ὁ Γιῶργος Γαβριηλίδης, Παριζιάνος ἀπὸ τὸ ’59, μοντὲρ τότε στὴ γαλλικὴ τηλεόραση. Τὰ παιδιά, σὲ κλίμα μόνο
γιὰ βαθιὰ μυημένους, ἔχουν κατεβάσει τὸ «ἀρχεῖο» τοῦ …ἀρχαίου ρεμπέτικου –ὅπου ὡς καὶ ὁ Βαμβακάρης
εἶναι …μοντέρνος– καί, τουλάχιστον τὸν Ἀντώνη κι ἐμένα, μᾶς νανουρίζουν στὴν «κούνια» τοῦ χιτζάτζ ἢ τοῦ μακὰμ ἢ δὲν ξέρω ποιανοῦ ἀλλουνοῦ ἀνατολίτικου
ρεμπετόδρομου. Λίγο προτοῦ ἀποκοιμηθῶ –πλησιάζει ἡ ὥρα πέντε!– κραυγάζω ἄπελπις: «Κανένας Ζαμπέτας ρὲ παιδιά! Κοιμηθήκαμε!». «Ποιὸς ζήτησε
Ζαμπέτα;» διέκοψε κάποιος ἀπὸ τὴν ὀρχήστρα προσπαθώντας νὰ διακρίνει τὸ «δράστη»
στὸ μισοσκόταδο. «Ἐγώ!» ἀπάντησα …ὁλογράφως. «Νὰ χαρῶ τὸ φίλο!» ἀντιγύρισε μεγαλοπρεπῶς ἐκεῖνος, καὶ ἀμέσως ἔπιασε στὸ μπουζούκι μία εἰσαγωγή, ἀπὸ τὶς μοναδικές, τὶς ἀνεπανάληπτες, τοῦ Ζαμπέτα. Ἦταν ὁ Ἀλέκος Ζούκας καὶ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς φιλίας, ποὺ βάσταξε ἀπὸ τότε μέχρι τὴν τελευταία Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν γιὰ τὸν Ἀλέκο, νεότατο ἀκόμα καὶ στὴν πιὸ ὥριμη παραγωγικὰ
στιγμή του, κόπηκε τὸ νῆμα τῆς ζωῆς, κι ἔμεινε στοὺς πολυάριθμους φίλους του νὰ ξετυλίγουν τὸ νῆμα τῆς μνήμης.
Ἤμουν στὸ Πήλιο γιὰ τὸ Πάσχα, ὅταν, κοινὸς φίλος, μοῦ τηλεφώνησε τὸ –ἀναμενόμενο ὠστόσο– «τελεσίδικο».
Μεγαλοδευτέρα κηδεύτηκε καὶ ἐνταφιάστηκε στὴ Θεσσαλονίκη, τόπο τῆς γυναίκας του, τῆς Δέσποινας, στὰ Νέα Νεκροταφεῖα. Θυμήθηκα τὸν Ἐγγονόπουλο στὸν Μπολιβάρ:
«Τί γύρευες στὴ Λάρισα, σύ, ἕνας Ὑδραῖος;». Τί γύρευε στὴ Θεσσαλονίκη ὁ πιὸ Θεσσαλὸς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Θεσσαλούς! Αὐτὸς
ποὺ ἔψαυε στὰ δάχτυλα τὸ χῶμα τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου καὶ τὸ ἀνιστοροῦσε, αὐτὸς ποὺ τρυγοῦσε τὰ ἀρώματα τῶν θεσσαλιώτικων βουνῶν καὶ ἔραινε μὲ αὐτὰ τοὺς ἀκροατές του, στὴ μικρὴ συντροφιὰ τῆς ταβέρνας εἴτε στὴ μεγάλη μιᾶς διάλεξης.
Ἔβρεχε
ἀσταμάτητα ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι. Ἀπὸ τὸ Πήλιο μέχρι τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἴσαμε τὴν ἄλλη μέρα ἔβρεχε! Ποῦ βρέθηκε τόσος κόσμος, μὲ τέτοιον καιρό! Ἀπὸ τὴ Κρήτη, τὴν Πάτρα, τὴν Ἀθήνα, τὴν Ἤπειρο, τὴ Μακεδονία, ἀπὸ νησιά… Ἀπὸ τὴ Θεσσαλία
–ἀπὸ τὴν Καρδίτσα καὶ τὸν Μεσενικόλα, τὴν πατρίδα του, ἀπὸ τὴ Λάρισα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος– οὔτε λόγος! Πλῆθος!
«Ἔτσι θὰ φύγει ὁ Ἀλέκος; Χωρὶς ἕνα λόγο; Ξέρετε ποιὸς ἦταν ὁ Ἀλέκος;..» εἶπε
κάποιος αὐθόρμητα, μ’ ἕναν κόμπο στὸ λαιμό, μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ τὶς ὀμπρέλες, ἀνεβασμένος σὲ μία στοίβα μουσκεμένο κοκκινόχωμα. Συμπατριώτης
του, ἀλλὰ
καὶ συμφοιτητὴς
του στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων, συνοδοιπόρος ζωῆς. ΄Ἄνοιξε τὴν ψυχή του, γιὰ τρία λεπτά, καὶ μίλησε μὲ τὴν καρδιά του γιὰ τὸν ἀγαπημένο φίλο, τὸν πολύτιμο σύντροφο ποὺ ἔχανε, τὴ ζωή του, τὴν πολιτικὴ
στράτευση καὶ τὸν ἐθελοντικὸ παροπλισμό, τὸ ἔργο του, τὶς παρέες, τὰ γλέντια, τὶς φάρσες, τοὺς ἔρωτες. Χαρακτήρας πληθωρικός. Ταξιδευτὴς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ἄπαιχτος. Ἀφηγητὴς σαγηνευτικός·
ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἀναλαμπὲς τῶν ἀρχαίων παραμυθάδων.
«Στὸ ’χω ξαναπεῖ αὐτό! Δὲ στὸ ’χω;» ἔλεγε συχνά. «Τὸ ’χεις ξαναπεῖ,
ἀλλὰ
ξαναπὲς το. Ἀφοῦ κάθε φορὰ τὸ λὲς ἀλλιώτικα!» τὸν παρακινοῦσα. Τὴ σπαρταριστὴ ἱστορία τῆς γνωριμίας του, φοιτητὴς τότε,
μὲ τὸν Σκαρίμπα: πὼς πῆγε, μετὰ ἀπὸ ραντεβού, καὶ τὸν ἐπισκέφτηκε στὸ σπίτι του στὴ Χαλκίδα, μ’ ἕνα κουτὶ κουραμπιέδες ἀπὸ τὸ λιγοστὸ
χαρτζιλίκι του (οἱ κουραμπιέδες
καὶ τὰ ναῦλα πηγαινέλα ἦταν ὅλα του τὰ λεφτά· δυὸ μέρες εἶχε νὰ φάει!), καὶ πὼς ὁ Σκαρίμπας τὸν ὑποδέχτηκε μὲ …προτεταμένο περίστροφο, αὐτὴ τὴν ἀπίθανη ἱστορία, μὲ τὴν παραστατικὴ –σωστὸ θέατρο!–
ἀφήγηση
σὲ …ἄπταιστα καρδιτσιώτικα, πρέπει νὰ τὸν εἶχα βάλει νὰ τὴν πεῖ τουλάχιστον δέκα φορές, οἱ δυό μας ἢ σὲ παρέα.
Ξεκίνησε,
νεαρός, ἕνα καλοκαίρι νὰ ἐξερευνήσει τὴν Πίνδο καὶ περπάτησε σαράντα μέρες, ὁ ἀθεόφοβος, ἀπὸ τὰ ὀρεινά της Καρδίτσας μέχρι τὰ Γιάννενα, μὲ ὕπνο «ἔναστρο» ὅπως τὸν ἔλεγε: μὲ σλίπιν-μπὰκ στὸ ὕπαιθρο! «Δὲν φοβόσουν τὰ φίδια;» ἀπόρησα ὁ ἄσχετος πρωτευουσιάνος.
«Πιὸ πολὺ φοβοῦνταν αὐτὰ ἐμένα…» μὲ ἀποσβόλωσε! Μᾶς ἀνέβασε μία φορά, τρεῖς φίλους του,
στὸν Κίσσαβο νὰ μᾶς ξεναγήσει. Ἤμασταν ἕνας μαθηματικός, ἂν θυμᾶμαι (ὁ Ἀλέκος εἶχε σπουδάσει Φυσική), ἕνας συγγραφέας καὶ ἡ ἀφεντιά μου. Μᾶς φιλοξενοῦσε στὴ Λάρισα. Ἔκανε μία ἑορταστικὴ παρουσίαση
ἑνὸς
λευκώματος γιὰ τοὺς πρώτους κινηματογραφιστὲς
τῶν Βαλκανίων, τοὺς περίφημους ἀδελφοὺς Μανάκια, καὶ ἤμασταν καλεσμένοι του νὰ ποῦμε «δυὸ λόγια». Προσωπικὰ ἐπέλεξα νὰ σταθῶ περισσότερο στὶς ἐκδόσεις του: «ΕΛΛΑ»· πολὺ σημαντικές, πιστεύω, γιὰ τὴ Θεσσαλία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέρον εὐρύτερα πανελλήνιο· πρωτότυπες εἴτε
σπάνιες, εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀναστατικὲς ἐπανεκδόσεις. Δεκάδες τίτλοι!
Μᾶς ἀνέβασε λοιπὸν στὸν Κίσσαβο, ἀποφεύγοντας συστηματικὰ τὴν ἄσφαλτο, μ’ ἕνα Νίβα 4Χ4 …ἀναρριχώμενο! Χωματόδρομοι, ρυάκια, λαγοί, χελῶνες
καὶ φίδια… Ἰντιάνα Τζόουνς! Οὔτε ποὺ φανταζόμουν ὅτι ὁ Κίσσαβος ἔχει τόσα χωριά! Γνώριζα ἕως τότε, ἄντε τὰ Ἀμπελάκια καὶ τὴν Ἁγιὰ καί, λίγο μετά, λόγω Μπόστ, τὸ Μεταξοχώρι… Σταμάτησε κάποια στιγμὴ
τὸ Νίβα. «Βγᾶτε ὄξω!» εἶπε προστακτικά. Ὑπακούσαμε. Ἡ θέα ἦταν ἀνεπανάληπτη. Ὁ Ἀλέκος εἶχε τὸ μεγάλο χάρισμα τῶν συμβολιστῶν: οὔτε σοῦ ἔδειχνε οὔτε σοῦ ἔλεγε· ἁπλῶς διάλεγε τὸ σημεῖο, φτάνει νὰ εἶχες μάτια νὰ δεῖς καὶ αὐτιὰ ν’ ἀκούσεις! Ἔσκυψε καὶ ξερίζωσε ἕνα λουλουδάκι μπλέ. «Τί κάνεις ρέ, ξεπατώνεις τὰ ἀγριολούλουδα;» τὸν ἀποπῆρα. «Ἔχει χιλιάδες!» διασκέδασε τὸ «θυμό» μου. Ἡ ρίζα ἦταν βολβός. Τὸν ξεφλούδισε
καὶ μοῦ τὸν πρόσφερε:
«Φάε!». «Τί εἶναι αὐτό;». «Ἀγριόσκορδο! Φάε!». Ἦταν ὄντως σκόρδο· περίληψη ἀλλὰ σκόρδο, νοστιμότατο!
Ὀργανοπαίκτης –μπουζούκι
ἐπαγγελματικό, κιθάρα ἐρασιτεχνική–, λαογράφος, συγγραφέας, ἐκδότης, παραγωγὸς δίσκων (ἠχογράφησε καί, ἐν συνεχείᾳ, δισκογράφησε
γέροντες καὶ γερόντισσες τῆς Οἴτης, ἐπιτόπου καὶ ἆ καπέλα, σὲ παραδοσιακά τους τραγούδια!), παραγωγὸς
ραδιοφωνικῶν καὶ τηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν, δημοσιογράφος, μουσικολόγος, διασκεδαστὴς
καὶ γλεντζὲς ποὺ δὲν καταλάβαινε ἀπὸ ὅριο. Κατέβαινα μία φορὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ τὸ λεωφορεῖο καὶ σταμάτησα στὴ Λάρισα νὰ τὸν δῶ· θὰ ἔπαιρνα τὸ ἑπόμενο. «Εἶσαι καλά;» μοῦ εἶπε. «Ἔχω τόσον καιρὸ νὰ σὲ δῶ καὶ φεύγεις σὲ μίαν ὥρα;». «Καὶ τί θὲς νὰ κάνω; Νὰ πολιτογραφηθῶ Λαρισαῖος;». «Κάτι λιγότερο
…γραφειοκρατικό. Ἐπιστρέφεις ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀπόψε εἴμαστε καλεσμένοι στὸν Μύλο!». Ἦταν ἡ ὥρα δέκα-δέκα μισή… Πρὶν κὰν συλλαβίσω τὴν ἑπόμενη φράση εἶχε
πληρώσει τοὺς καφέδες, μοῦ εἶχε φορτώσει
τὸ μπουφὰν καὶ τὸν σάκο στὴν πλάτη καὶ ἤδη …διασχίζαμε τὰ Τέμπη. Κάπου ἀνάμεσα πρέπει, χωρὶς νὰ πάρω εἴδηση, καὶ νὰ τηλεφώνησε, γιατί στὸν Μύλο μᾶς εἶχαν ἑτοιμάσει ὑποδοχή!
Σὲ μίαν «ἀνάπαυλα» ἀπὸ τὶς χημειοθεραπεῖες, πρόπερσι
τὸν Αὔγουστο, ἀνέβηκε, μεσημεράκι, στὸ Πήλιο. Τὰ λέγαμε,
στὴν αὐλή, κάτω ἀπὸ τὴν καρυδιά, πίνοντας τσίπουρο,
ὡς ἀργὰ τὸ βράδυ. Ἦταν συγκινημένος ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ
καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν γιατρῶν στὰ δημόσια νοσοκομεῖα. «Κάνουν ἄθλο!» ἔλεγε. Κατὰ τὶς δώδεκα κίνησε νὰ φύγει. Ἐπέμεινα, ἐπιμείναμε μὲ τὴ γυναίκα μου καὶ κάποιους φίλους ποὺ φιλοξενούσαμε, νὰ κοιμηθεῖ στὸ σπίτι. «Ποῦ θὰ πᾶς τέτοια ὥρα τόσο δρόμο!». «Μ’ ἀρέσει νὰ ὁδηγῶ βράδυ! Σκέφτομαι καλύτερα!» εἶπε.
Λίγο προτοῦ
ξεκινήσει τὰ ἀτελείωτα μπές-βγὲς στὰ νοσοκομεῖα –ΑΧΕΠΑΝΣ, Μεταξᾶ, Εὐαγγελισμός–
εἴχαμε καιρὸ νὰ τὰ ποῦμε καὶ τὸν ἀναζήτησα στὸ τηλέφωνο. «Ξέρεις ποῦ μὲ πετυχαίνεις;» εἶπε μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό. «Ποῦ;». «Στὴν Κάτω Ἰταλία, μὲ τοὺς Γκραικάνους,
τοὺς ἑλληνόφωνους! Σοῦ μιλάω γιὰ τρέλα. Πρέπει
νὰ τὸ κάνουμε μαζὶ αὐτὸ τὸ ταξίδι!». Ἄλλη «ἀνάπαυλα» ἀπὸ χημειοθεραπεία αὐτή! Εἶχε πιάσει δουλειὰ
–ἐπὶ χρόνια ἐκκρεμοῦσε αἴτησή του·
ἀπίθανα
τὰ προσόντα του!–
στὴν ἐθνικὴ ραδιοφωνία:
παραγωγός/παρουσιαστὴς ἐκπομπῆς μὲ σπάνιες μουσικὲς ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μουσικὸς ἐπιμελητὴς σὲ ἐκπομπὲς ἄλλων. Τελευταία φορὰ ποὺ περπατήσαμε παρέα, πέρσι τέτοιον
καιρό, ἀβίαστα
ἀπὸ τὰ Ἐξάρχεια, τὴ «Μουριά», μέχρι ἕνα ρεμπετάδικο, στὴν Καπνικαρέα –ἦταν στὴν παρέα καὶ ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος, ὁ ἐκδότης τοῦ ἀνὰ χείρας– μου ἔλεγε μὲ ἀφάνταστη ὄρεξη: «Νιώθω τόση δύναμη, ποὺ μοῦ ’ρχεται νὰ καταπιῶ τὴ Γῆ!». Τὸν ἀποχαιρέτησα στὸν Εὐαγγελισμὸ μία βδομάδα πρὶν ἀπὸ τῶν Βαΐων.
«Θὰ τὰ ξαναποῦμε μετὰ τὸ Πάσχα…» εἶπα. «Καλά!» μοῦ εἶπε σκυμμένος στὸ τραπεζάκι ὅπου κάτι ψευτότρωγε. Ψιλογέλασε. Μιὰ βδομάδα μετὰ κατάλαβα ὅτι αὐτὸ τὸ γέλιο μὲ θαυμαστικὸ ἦταν γιὰ μένα. Κάτι σὰν τελευταῖα τσαχπινιὰ ἀπὸ Ζαμπέτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου