Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Δυό, τρεῖς, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
Ὅμοιοι μὲ τὸ μονότονον βῆμα τοῦ ἀγρύπνου ναύτου
φρουροῦ εἰς τὴν κουβέρταν. Πλέει εἰς μαῦρα πέλαγα καὶ βλέπει οὐρανὸν καὶ
θάλασσαν ἀγρίως χορεύουσαν, καὶ τυλιγμένος εἰς τὴν καπόταν του διασχίζει ἀκαριαίως
τὸ σκότος μὲ τὴν ἐξανάπτουσαν καὶ ὑποσβήνουσαν λαμπυρίδα τοῦ τσιγάρου του.
Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα. Ἴσως
εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὴν βαθείαν, θρηνώδη φωνὴν τοῦ σαλεπτσῆ, ὅστις εἶχεν ἀρχίσει
τὸ φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, νὰ κράζει. Ἦτο ὡς κρωγμὸς ἀγνώστου ὀρνέου, τὸ
ὁποῖον εἶχε χάσει τὸν ἀέρα του, καὶ εἶχεν ἐνσκήψει μέσα εἰς τὴν πόλιν, κι
ἐζήτει ἁρπάγματα νὰ σπαράξει.
—Ζεστὸ ! Βράζει ! …
Ἔβραζεν, ἔβραζε, ἡ νύκτα βαθιά. Ζεστὸν τὸ σαλέπι, πολὺ
ζεστότερον τὸ στρῶμα. Μόνον ἡ φωνὴ τοῦ σαλεπτσῆ ἐτρόμαζε τοὺς πετεινούς.
Εἶχε βρέξει ὀλίγον, εἴτα ἠθρίασε. Σταλαγμοί, σταλαγμοὶ
ἔπεφταν ἀργά-ἀργά, ἀπὸ τὴν ὑδρορρόην ἐντὸς τῆς αὐλῆς.
***
—Ἔ ! καὶ ποῦ, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Ἡ ἐπιφώνησις ἠκούσθη εἰς τὸ σκότος ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
σαλεπτσῆ.
Τὸ παράθυρον ἔτριξε, κρὰκ ! ἀπὸ τὸ χαμηλὸν δωμάτιον τὸ
βλέπον πρὸς τὸν δρόμον. Ἄνθρωπος προέκυψε τυλιγμένος μὲ σάλι. Ἔτεινε μέγαν
κύαθον πρὸς τὸν σαλεπτσήν, ἀλλ’ οὗτος ἠργοπόρει.
Ὁ ἄνθρωπος ἔκυψε νὰ ἰδεῖ.
Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαίναν καὶ
χιτώνα χρωματιστόν, εἶχε σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ σαλεπτσῆ.
—Ποῦ, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ;
—Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ.
—Ἄσκ ὀλσούν … ὑπεψιθύρισεν ὁ σαλεπτσής.
Δὲν εἶχε γνωρίσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἔνδυμα. Κάθε
ἄλλος θὰ τὸν ἐξελάμβανε ὡς φάντασμα. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἐπτοήθη. Ἦτο ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ
χώματα.
***
Εἶχεν ἀναφανεῖ. Πότε; Πρὸ ἡμερῶν, πρὸ ἑβδομάδων. Πόθεν; Ἀπὸ τὴν Ρούμελην,
ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπὸ τὴν Σταμπούλ. Πῶς; Ἐκ ποῖας ἀφορμῆς; Ποίος;
Ἦτον Δερβίσης; Ἦτον βεκτασής, χόντζας, ἰμάμης; Ἦτον
οὐλεμάς, διαβασμένος; Ὑψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, ἄγριος. Μὲ τὸ σαρίκι
του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του.
Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν
ἐκπέσει, εἶχεν ἐξορισθεῖ; Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαίρα
καὶ γυρίζει.
Ἐκείνην τὴν βραδιὰν τὸν εἶχε προσκαλέσει μία παρέα.
Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ φίλοι ἀχώριστοι. Ἀγαποῦσαν τὴν ζωήν, τὰ νιάτα. Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς
ἔβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν.
Ἦτον λοταρτζὴς κι ἐκέρδιζε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμὰς
τὴν ἡμέραν. Τί νὰ τὰς κάμει; Τοὺς ἔβαλλε γιουβέτσι καὶ τοὺς ἐφίλευε. Ἤσαν
λοτοφάγοι, μὲ ὀμικρὸν καὶ μὲ ὠμέγα.
Ἀγαποῦσαν τὰ τραγούδια, τὰ ὄργανα. Ὁ Δερβίσης δὲν
ἔπινε κρασί, ἔπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ἤσαν κι αὐτοί. Τοῦ εἶπαν νὰ
τραγουδήσει. Ἐτραγούδησε. Τοῦ εἶπαν νὰ παίξει τὸ νάι. Ἔπαιξε.
Δὲν τοὺς ἤρεσε. Ὤ, αὐτὸς δὲν ἦτον ἀμανές.
Δὲν ἦτον, ὅπως τὸν ἤξευραν αὐτοί. Ἀλλ’ ὁ Δερβίσης τοὺς
ἔλεγε τὸν καθ’ αὐτὸ ἀμανέν.
***
Ἐπανῆλθεν εἰς τὸ καφενεῖον. Τὸ καφενεῖον ἀντικρὺ τοῦ Θησείου. Ἡ ταβέρνα
δίπλα εἰς τὸ καφενεῖον. Καὶ τὰ δυὸ ἀντικρὺ τοῦ παλαιοῦ σταθμοῦ Α. Π. Παραπέρα
ἀπὸ τὸ καφενεῖον, ἡ σήραγξ ἐσκάπτετο, εἶχε σκαφεῖ. Φθινόπωρον τῆς χρονιᾶς
ἐκείνης.
Ὁ Δερβίσης ἐκάθητο ἐκεῖ κι ἔπινε μαστίχαν, ὅποιος τὸν
ἐκερνοῦσε. Μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὰ κατσαρὰ ψαρὰ γένειά του, μὲ τὸ τσιμπούκι
του. Ἄνω τῶν 50 ἐτῶν ἡλικίας.
***
Ἐκεῖ διενυκτέρευεν ἀπὸ ἡμερῶν. Ἄστεγος, ἀνέστιος,
φερέοικος. Τὸ μικρὸν καφενεῖον εἶχε τὴν ἄδειαν νὰ μένει ἀνοικτὸν ὅλην τὴν
νύκτα.
Ἤρχοντο ἀπὸ τοὺς τζόγους, ἀπὸ τὰ θέατρα, θαμῶνες.
Ἤρχοντο ἀπὸ τὸ λαχανοπάζαρον. Ἔπιναν ρούμι καὶ φασκόμηλον.
Ὁ Δερβίσης ἔπαιζε κάποτε τὸ νάι. Ὁ κλήτωρ ὁ
ἀστυνομικὸς διεσκέδαζεν. Ἀγαποῦσε ν’ ἀκούει.
Καλὸς ἄνθρωπος. Πρὸ ἐτῶν, ὅταν πρωτοδιωρίσθη, ἦτον
γεμάτος ζῆλον.
Ἅμα εἶδε καυγάν, ἔτρεξεν ἀμέσως νὰ τοὺς χωρίσει. Εἰς
παλαιὸς συνάδελφός του τὸν ὤκτειρεν.
—Ὅταν βλέπεις καυγά, νὰ τρέχεις ἀπὸ τὸ πλαγινὸ σοκάκι,
ν’ ἀργοπορεῖς, ὡς ποὺ νὰ περάσει ἡ φούρια, καὶ τότε νὰ παρουσιάζεσαι.
Καὶ ἄλλην συμβουλὴν τοῦ ἔδωκε :
—Στὸν καυγά, πάντοτε νὰ βλέπεις ποιὸς εἶναι
δυνατώτερος καὶ νὰ φυλάγεσαι. Νὰ μαλώνεις τὸν πιὸ ἀδύνατον, νὰ τοῦ τραβᾶς κι
ἕνα χαστούκι, καὶ νὰ ἐπαναφέρεις τὴν τάξιν. Ἔτσι θὰ βγαίνεις λάδι.
Καὶ ἀκόμη :
—Κάθε καινούργιος ἀνώτερος ποὺ διορίζεται τὴν πρώτη
μέρα εἶναι γεμάτος αὐστηρότητα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς πάρει τὸν ἀέρα. Τὴν
δεύτερη μέρα κρυώνει, καὶ τὴν τρίτη μέρα παραδίνεται. Ἐσὺ νὰ συμμορφώνεσαι
σύμφωνα μὲ τὸν προϊστάμενον, καὶ νὰ παραπανίζεις μάλιστα, αὐτὲς τὲς τρεῖς
μέρες.
Πολύτιμοι ὑποθῆκαι.
***
Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχε διορισθεῖ νέος ἀστυνόμος.
Διὰ νὰ δείξει τὸν ζῆλον του, διέταξε νὰ κλείσει τὸ καφενεῖον,
τὴν νύκτα ἐκείνην.
Αὔριον ἢ μεθαύριον θὰ ἐπέτρεπε πάλιν νὰ μένει
ἀνοικτόν. Ἀλλ’ ἡ νὺξ ἐκείνη εἶχε πέσει εἰς τὸν λαχνόν, ἦτο πεπρωμένη νύξ.
Ὁ καλὸς κλήτωρ, ἐνθυμεῖτο τᾶς συμβουλὰς τοῦ συναδέλφου
του. Ἀνάγκη νὰ βιάσει τὸν καφετζὴν νὰ κλείσει. Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν βοηθὸν νὰ
μείνει ἐντός, διὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ καὶ ἀνοίξει εἰς ὅσους ἦτο πιθανὸν νὰ ἔλθουν νὰ
κρούσωσι τὴν θύραν. Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν Δερβίσην, τὸν ἀνέστιον, τὸν πλάνητα,
νὰ μείνει, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἔπαιζε τὸ νάι, κι ἑμάζωνε κόσμον, καὶ δὲν ἄφηνε
τοὺς γείτονας νὰ κοιμηθοῦν. Ὁ Δερβίσης μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του,
μὲ τὸν δουλαμάν του, ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, τὸ νάι του, κ’ ἔφυγε.
Ποῦ νὰ ὑπάγει;
Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου.
Παρέκει ἦτο ἡ σήραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη.
Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον. Μία μετὰ τὰ
μεσάνυκτα.
Ὁ κλήτωρ ὁ σκοπὸς περιεφέρετο ὑποκάτω εἰς τὸ κιόσκι,
τὸ τσιγκοσκεπές, τῶν ἐκεῖ μαγαζείων.
Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς
σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρει περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ.
Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν.
Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἀσκ
ὀλσοὺν τσιβιρινέκ. Χαρά σ’ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζει, τὸν κόσμον
αὐτόν.
***
Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε
γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ νὰ καταβαίνη εἰς τὴν σήραγγα.
Ποῦ νὰ εἶναι;
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος,
μέλος γλυκύ.
Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο κι
ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθεῖ, ἔβγαλε τὸ νάι του καὶ ἤρχισε νὰ παίζει τὸν τυχόντα
ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην.
Νάι, νάι, γλυκύ.
Νάζι — κατὰ ἒν ζῆτα ἐλαττοῦται.
Αὔρα, οὐρανός, ἄσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν,
μεθυστικόν.
Νάι, νάι.
Κατὰ δυὸ κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὀποὺ
εἶπεν ὁ Χριστός.
Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πράον, τὸ Ναὶ τὸ
φιλάνθρωπον.
Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς
κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη,
ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελωδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς,
αἰρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεία, ἀναρριχωμένη εἰς
τᾶς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ
ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ
χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.
Τὰ βαρέα τείχη καὶ οἱ ὀγκώδεις κίονες τοῦ Θησείου, ἡ
στέγη ἡ μεγαλοβριθής, δὲν ἐξεπλάγησαν πρὸς τὴν φωνήν, πρὸς τὸ μέλος ἐκεῖνο. Τὴν
ἐνθυμοῦντο, τὴν ἀνεγνώριζον. Καὶ ἄλλοτε τὴν εἶχον ἀκούσει. Καὶ εἰς τοὺς αἰώνας
τῆς δουλείας καὶ εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀκμῆς.
Ἡ μουσικὴ ἐκείνη δὲν ἦτο τόσον βάρβαρος, ὅσον
ὑποτίθεται ὅτι εἶναι τὰ ἀστιατικὰ φύλα. Εἶχε στενὴν συγγένειαν μὲ τᾶς ἀρχαίας
ἁρμονίας, τὰς φρυγιστὶ καὶ λυδιστί.
***
Ἔφυγαν αἱβαθεῖαι ὧραι, καὶ νὺξ ἦτο ἀκόμη, πεπρωμένη νύξ.
Ἀκόμη ἤπλωνεν αὕτη τὰ σκότη της, καὶ ὁ σαλεπτσὴς
ἔκρωζε διὰ νὰ πωλήσει τὸ ἐμπόρευμά του, καὶ οἱ πετεινοὶ ἐζάρωναν εἰς τὸν
ὀρνιθώνα. Τὸ μικρὸν παράθυρον ἔτριζε, καὶ ὁ σαλεπτσὴς ἐξηκολούθει τουρκιστὶ τὸν
διάλογόν του μὲ τὸν Δερβίση, τὸν ἄστεγον, τὸν ὑπερόριον.
Πρὸ ὤρας ἤδη εἶχε σιγήσει τὸ ἄσμα τὸ μυστηριῶδες καὶ
μελιχρόν, τὸ νάι εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν χείρα. Ὁ οὐρανός, συννεφώδης, εἶχεν ἀρχίσει
νὰ βρέχει, ἔβρεξεν ἐπ’ ὀλίγα λεπτά, εἴτα ἔπαυσεν. Ὁ κλήτωρ εἶχε γίνει ἄφαντος.
Αἰμωδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, ὁ Δερβίσης ἀνέβη εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον.
Ἐπῆρεν ἕνα δρομίσκον, κατέμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος
τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων. Δρομίσκον τὸν ὁποῖον ἡ σεβαστὴ ἐπιτροπὴ εἶχεν ὀνοματίσει,
δηλαδὴ εἶχε γράψει ἐπὶ πινακίδος ὅτι εἶναι ὁδὸς Λεπενιώτου.
Ὁ ἴδιος ὁ Λεπενιώτης ὁ λεοντόκαρδος, ὅσον καὶ ἂν
ἔτρεφε φιλέκδικον πάθος διὰ τὸν φόνον τοῦ μεγάλου ἥρωος, τοῦ ἀδελφοῦ του,
ἀνίσως τὸ πνεῦμα τοῦ περιεφοίτα ἐκεῖ, καὶ ἠδύνατο νὰ ἴδει τὸν ἄμοιρον Δερβίσην,
διωγμένον, ἐξωρισμένον, ἀνέστιον, ριγοῦντα ἀνὰ τὴν στενωπόν, ἕρποντα ἀναμέσον
δυὸ σειρῶν παλαιῶν οἰκίσκων, θὰ τὸν ἐσπλαγχνίζετο.
Καὶ ὁ σαλεπτσὴς τὸν ἐλυπήθη, καὶ ἀντὶ πενταλέπτου του
ἔδωκε νὰ πῖει σαλέπι διπλοῦν, μισὸ κουλούρι νὰ βουτήξει, καὶ ἄφησε τὸν γείτονα
μὲ τὸ σάλι, τὸν σηκωθέντα πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὴν ζεστὴν κλίνην, νὰ κρυώνει
περιμένων εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον.
—Ἔλα, σαλεπτσή, ποὺ νὰ πάρει …
—Μποὺ ντουνιὰ …
***
Τὴν πρωίαν ἐκείνην ἔπιεν ὁ Δερβίσης σαλέπι, ἔφαγε καὶ
κουλούρι. Ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος ὅπου ἐτύχαινε νὰ καθίσει.
Τὰς ἄλλας ἡμέρας, ἐξενυχτοῦσεν ἀκόμη εἰς τὸ ὁλονύκτιον
καφενεῖον, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε περάσει ἡ πεπρωμένη νύξ. Ἔπινε μαστίχαν κι
ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του. Πότε-πότε ἔπαιζεν ἀκόμη τὸ νάι.
Ὕστερον, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, ἔγινεν ἄφαντος καὶ δὲν
τὸν εἶδε πλέον κανείς. Ζεῖ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ
τῆς ἐξορίας, ἐπανέκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;
Κανεὶς δὲν ἠξεύρει.
Ἴσως τὴν ὥραν ταύτην ν’ ἀνέκτησε τὴν εὔνοιαν τοῦ
ἰσχυροῦ Παδισάχ, ἴσως νὰ εἶναι μέγας καὶ πολὺς μεταξὺ τῶν Οὐλεμάδων τῆς
Σταμπούλ, ἴσως νὰ διαπρέπει ὡς ἰμάμης εἰς κανὲν ἐξακουστὸν τζαμίον.
Ἴσως νὰ εἶναι εὐνοούμενος τοῦ Χαλίφη, ἀρχιουλεμάς,
σεϊχουλισλάμης.
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου