Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα
του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Πλησιάζανε τὰ
Χριστούγεννα, τοῦ 1962. Τὰ φτωχικὰ μαγαζάκια τῆς γειτονιᾶς, εἴχανε στολιστεῖ. Τί
στολίδια δηλαδὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι, μὲ δυσκολία τὰ ἔφερναν βόλτα. Τέλος πάντων! Καλὰ
Χριστούγεννα, Εὐτυχισμένο τὸ Νέον Ἔτος, ἔγραφαν στὶς τζαμαρίες μὲ χάρτινα
γράμματα, κακοκομμένα μὲ τὸ ψαλίδι ἀπὸ χαρτιὰ κόκκινα καὶ πράσινα
γυαλιστερά. Ποῦ καὶ ποῦ κόλλαγαν καὶ κάτι μικρὲς τοῦφες μπαμπάκι πάνω στὰ τζάμια. Καὶ τίποτες ἀγγελάκια ἢ κανέναν
χοντρό, κατακόκκινο Ἁγιοβασίλη…
Ἔτσι εἶχε κάνει κι ὁ κὺρ Γιώργης ὁ Ἀλιμαντίρης. Ὁ καλὸς αὐτὸς ἰκαριώτης, ποὺ πέρυσι ἀγόρασε τὴν ΕΒΓΑ στὴ γωνία
Κεδρηνοῦ καὶ Λουκάρεως καὶ τὴν ἔκανε
ζαχαροπλαστεῖο. Αὐτός, λέγανε πὼς κέρδισε τὸ λαχεῖο Συντακτῶν, καὶ μὲ τὰ λεφτά, ἔκανε τὴν ΕΒΓΑ ζαχαροπλαστεῖο. Τὸ κατάστημα λοιπὸν τοῦ κὺρ Γιώργη τοῦ Ἀλιμαντίρη, σκόρπιζε τὸ φῶς του γύρω. Εἶχε ἀναμμένα ὅλα τὰ φῶτα του, καθὼς καὶ μιὰ σειρὰ λαμπιόνια ποὺ ἀναβόσβηναν, ὑπενθυμίζοντας
στοὺς διαβάτες, πὼς εἶναι χρονιάρες μέρες.
Ἡ ὑπόλοιπη γειτονιά, παρ’ ὅτι μέρες Χριστουγέννων, δὲν ἤτανε καλοφωτισμένη καὶ οἱ βροχές, τὴν εἴχανε γεμίσει μὲ μιὰ κόκκινη
λάσπη ποὺ κατέβαζε ἡ βροχὴ ἀπὸ τὸ ρέμα ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὴν πλατεία
Γύπαρη στὰ Τουρκοβούνια, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἀλάστορος,
μέχρι τὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ, στὴν λεωφόρο Ἀλεξάντρας. Ἕνα δεντράκι εἶχε στολίσει ὁ κὺρ Ἀντώνης ὁ ψιλικατζής, λίγο πιὸ πάνω στὸ παλιό του μαγαζί, πρὶν τὰ σκαλάκια. Ὁ Πατιστής, ἔκανε ἑτοιμασίες στὴν ταβέρνα ἀπὸ μέρες γιὰ τὸ «ρεβεγιόν». Αὐτὸς εἶχε πελάτες ἀπὸ ἄλλες γειτονιὲς τῆς Ἀθήνας.
Ἡ φαμελιὰ τοῦ Δημητράκη
τοῦ Ἀμπαριώτη, καθότανε στὴν ὁδὸ Ἀλάστορος, στὴν ἀπὸ κάτω παράλληλη ἀπὸ τὴν ὁδὸ Κυρίλλου Λουκάρεως. Ὁ Δημητράκης
εἶχε τρία παιδάκια ὀχτὼ καὶ πέντε
χρόνων καὶ τὸ μικρότερο δυὸ μηνῶν. Καὶ ἡ γυναίκα του ἤτανε δὲν ἤτανε στὰ εἴκοσι ἑφτὰ - εἴκοσι ὀχτώ. Κυριακούλα τὴ λέγανε. Πάλευαν οἱ δόλιοι νὰ τ’ ἀναστήσουν, νὰ τὰ μεγαλώσουν. Τὰ πράματα ὅμως δὲν πήγαιναν καλά. Δούλευε ὁ Δημητράκης ὁδηγός, τὰ πρωϊνά, σ’ ἕνα σχολικό.
Τὰ βράδια ποῦ καὶ ποῦ κάνα ταξί. Τὰ ρεπὸ δηλαδὴ κάποιων φίλων του ταξιτζήδων. Ὅμως τώρα ποὺ πλησιάζανε
τὰ Χριστούγεννα, δὲν κάνανε ρεπὸ οἱ ἄνθρωποι καὶ καθὼς τὸ σχολεῖο θὰ ἔκλεινε γιὰ δεκαπέντε μέρες, λεφτὰ δὲν θὰ ἔπαιρνε. Γιατί ἔτσι εἶχε συμφωνήσει μὲ τὰ ἀφεντικά. Τὶς ἀργίες νὰ μὴν τὶς
πληρώνεται. Καὶ τὸ καλοκαίρι νὰ τὸν βάζουνε στὸ ταμεῖο ἀνεργίας. Τί
νὰ κάνει ὁ δόλιος, ἤτανε λερωμένα τὰ χαρτιά του.
Ἂν καὶ εἶχε τελειώσει
τὴ Σχολὴ τῆς
Φρειδερίκης, στὴ Λέρο, τὴ σχολὴ Μηχανικῶν, Μηχανῶν Ἐσωτερικῆς Καύσεως, δὲν μποροῦσε νὰ πιάσει δουλειὰ σὲ συνεργεῖο. Πήγαινε ἡ Ἀσφάλεια κι ἔπιανε τ’ ἀφεντικό. Ὅλοι τοῦ
λέγανε χωρὶς νὰ τὸν κοιτᾶνε στὰ μάτια:
—
Λυπᾶμαι
Δημητράκη, δὲν θέλω νάχω
προβλήματα…
Ρίχτηκε λοιπὸν στὴ βιοπάλη μέρα νύχτα. Μέχρι καὶ φέηγ βολὰν μοίραζε ὅποτε εὕρισκε. Κυρίως τὸ καλοκαίρι ποὺ στενεύανε τὰ πράματα. Τότες μοίραζε τὰ διαφημιστικά, μ’ ἕνα φίλο τοῦ λαχειοπώλη,
τὸν Μῆτρο, γιὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Λαμπράκη καὶ τοῦ Καρπόζηλου, σ’ ὅλες τὶς γειτονιές. Πότε στοὺς Ἀμπελόκηπους, μέχρι τὴν Ἁγία Τριάδα κι ἀπάνω, κατὰ τὰ Τουρκοβούνια. Πότε ἔφτανε μέχρι τὰ Σεπόλια μὲ τὰ πόδια καὶ πότε κάτω στὸν Βοτανικό…
Δὲν εἶχε ντροπὴ στὴ δουλειά. Δουλειὰ ὅμως, δὲν ὑπῆρχε… Καὶ τὰ παιδάκια, δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουνε νηστικά. Ἔτσι, εἶχε περιορίσει αὐτὸς καὶ ἡ Κυριακούλα τὸ φαί, νὰ μπορέσουνε νὰ κρατήσουν τὰ παιδάκια τους ζωντανά. Ἤσαν καὶ οἱ δυὸ πολὺ ἀδύνατοι.
Ἦταν χειμώνας βαρύς. Δὲν εἶχε διαφημιστικὰ καὶ τέτοια. Μετὰ τὶς βροχὲς ποὺ πνίξανε τὸν κόσμο στοῦ Λιούμη καὶ στὸ Μπουρνάζι, ἦρθε ἕνας βαρὺς χιονιᾶς. Θέριζε ὁ ἀέρας. Στοὺς δρόμους ψυχή.
Προπαραμονή Χριστουγέννων, ἀρρώστησε ὁ φίλος
του ὁ Μαθιὸς καὶ τὸν εἰδοποίησαν να πιάσει το τιμόνι στο πόστο του. Μάταια
περίμενε στὶς πιάτσες, νὰ πάρει καμιὰ κούρσα. Ὁ κόσμος
λίγος στοὺς δρόμους καὶ τὰ ταξὶ πολλά. Βάλε καὶ τοὺς πειρατὲς ποὺ δὲν σ’ ἀφήνανε νὰ σταυρώσεις κούρσα. Αὐτοὶ εἶχαν ὑπὸ τὴν κυριαρχία
τους, τοὺς σταθμοὺς Λαρίσης καὶ Πελοποννήσου καθὼς καὶ τὸ σταθμὸ τῶν ΚΤΕΛ στὴν Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἔτσι, γύριζε ἀπελπισμένος,
καίγοντας τὴν βενζίνα, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ πληρώσει τὴν ἄλλη μέρα, στὸν κύριο Ἀπέργη. Ἔγραφε τὰ χιλιόμετρα ποὺ ἔκανε. Καὶ τὰ κενά. Ἀπὸ κεῖ μέχρι ἐκεῖ ἡ κούρσα. Ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι ἐκεῖ τὸ κενό.
Τετάρτη βράδυ, παραμονὴ Χριστουγέννων. Καθότανε τώρα στὴν Ὄθωνος, στὸ Σύνταγμα. Τὸ αὐτοκίνητο ἤτανε ἕνα τεράστιο De Soto. Θὰ ἤτανε ἡ ὥρα ἑννιά, ἑννιά καὶ κάτι. Τὰ μαγαζιὰ εἴχανε κλείσει ἀπὸ ὤρα. Ἕνας δρόλαπας –ἔτσι λέγανε
στὸ χωριὸ του τὸν ψιλό, τσουχτερὸ ἄνεμο– θέριζε. Οἱ διαβάτες ἔξω ἐλάχιστοι. Μπροστὰ του πρέπει νὰ ἤσαν πάνω ἀπὸ δέκα ταξί. Στὴν κάτω μεριὰ τῆς Ὄθωνος, ἐκεῖ ποὺ βρισκότανε
τὸ καμπαρέ, εἶχε μιὰ
κίνηση. Ἄνθρωποι μπαινόβγαιναν. Πρέπει νὰ ἤσαν οἱ καλλιτέχνες ποὺ παίζανε γιὰ νὰ διασκεδάσουν τοὺς πλούσιους ἀθηναίους, ἀπόψε, παραμονὴ
Χριστουγέννων ποὺ τὴν λέγανε —δὲν ἤξερε γιὰ ποιὸ λόγο— καὶ ρεβεγιόν.
Κοίταζε κατὰ τὸ καμπαρὲ καὶ σκεφτόταν τὰ δικά του. Πῶς θὰ γενεῖ, μέρες ποὺ εἶναι νὰ πάρει στὰ παιδάκια του κάνα ροῦχο, κάνα παιχνίδι. Καὶ κάνα κομμάτι χοιρινό ἢ γαλοπούλα. Νὰ κάνουνε κι αὐτὰ Χριστούγεννα. Ἐκεῖ ποὺ τὰ σκεφτότανε
αὐτὰ τὸν πῆρε τὸ παράπονο. Ἔβαλε μπροστὰ τὴν μηχανὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν οὐρὰ τῶν ταξί. Κατέβηκε τὴν Ὄθωνος καὶ πῆρε τὴν Μητροπόλεως. Ἔφτασε πάρα
κάτω στὴν Φωκίωνος. Ἔστριψε δεξιὰ κι ἀνέβηκε τὴν Ἑρμοῦ. Ἐρημιὰ παντοῦ. Ἀνέβηκε τὴν ἀνηφορίτσα μπροστὰ στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ πῆγε στὸ Κολωνάκι. Ἐκεῖ τὸν σταμάτησαν δυὸ ζευγάρια. Τοῦ ζήτησαν νὰ πᾶνε κάπου κοντὰ στὸν Ἄη Δημήτρη τοῦ Παλαιοῦ Ψυχικοῦ. Καλὴ κούρσα, ἂν σκεφτεῖ κανείς, ὅτι μετὰ τὸ τρίγωνο τῶν Ἀμπελοκήπων ἔμπαινε ἡ διπλὴ ταρίφα. Οἱ πελάτες, δὲν εἶχαν ὄρεξη γιὰ κουβέντα. Τοὺς πῆγε στὴν ὁδὸ
Φρειδερίκης, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ὁ κύριος ποὺ καθόταν
μπροστά, περίμενε νὰ πάρει τὰ ρέστα. Τριάντα πέντε λεπτά. Τοῦ ἔδωσε δυὸ μεταλλικὰ εἰκσάλεπτα, γιατί δὲν εἶχε νὰ δώσει ρέστα ἀκριβῶς τριάντα πέντε λεπτά. Ἐκεῖ, ἔκανε στροφὴ καὶ γύρισε πρὸς τὴν Κηφισίας. Εἶδε μὲς στὸ σκοτάδι τὶς δυὸ κυρίες ποὺ περίμεναν.
Πέρασε σχεδὸν μὲ κόκκινο καὶ τὶς πῆρε.
—
Καλησπέρα σας Κύριε καὶ χρόνια σας πολλά, εἶπε ἡ νεότερη καὶ ἀμέσως ἐπανέλαβε ἡ μεγαλύτερη
τὸ ἴδιο.
—
Στὸ Κουκάκι
Κύριε, εἶπε εὐγενικὰ ἡ μεγαλύτερη,
στὴν ὁδὸ
Χατζηχρήστου.
—
Καλησπέρα
σας, ὅτι ἐπιθυμεῖτε, ἀπάντησε ὁ Δημητράκης καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Κουκάκι. Οἱ κυρίες ἤσαν ὁμιλητικὲς καὶ τὸν ρώτησαν πῶς πάει ἡ κατάσταση μὲ τὸ κρύο.
—
Τὸ κρύο τὸ ἀντέχεις, ἀπάντησε ὁ Δημητράκης,
μὲ τὴν πείνα δὲν τὰ βγάζεις
πέρα… καὶ πάτησε
γκάζι κατεβαίνοντας τὴν λεωφόρο Κηφισίας.
—
Τί ἐννοεῖτε; τὸν ρώτησε ἡ μεγαλύτερη…
—
Νὰ δουλειὰ δὲν ἔχει, λεφτὰ δὲν ὑπάρχουν κι ἔχουμε τρία παιδιὰ νὰ θρέψουμε…
—
Καὶ πῶς τὰ
καταφέρνετε, εἶπε πάλι ἡ ἴδια.
—
Δουλεύω, ὅταν βρῶ δουλειά, ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο…
Μοιράζω φέηγ βολάν, κάνω μεταφορές, δουλεύω σ’ ἕνα σχολικὸ ὅταν
λειτουργοῦν τὰ σχολεῖα… ὅμως ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη…
Ἔχει πολλὴ ἀκρίβεια, δὲν ἔχω καὶ σπίτι δικό
μου… Ἅμα ἔχεις λερωμένα καὶ τὰ χαρτιά σου,
στὰ πολιτικά…
—
Δηλαδὴ τὸν ρώτησε ἡ μεγαλύτερη σὲ ἡλικία κυρία, εἶστε ἀντιφρονῶν;
—
Ναὶ ἔχω κάνει κι ἐξορία… οἱ γυναῖκες κοιτάχτηκαν.
—
Πόσα παιδιὰ ἔχετε; Ρώτησε ἡ νεότερη.
—
Τρία ἀπάντησε αὐτὸς καὶ σκούπισε ἕνα δάκρυ ποὺ τοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἀριστερό του μάτι.
Εἶχε ξαναδοκιμάσει τὴν ἴδια τακτική, γιὰ νὰ εἰσπράξει
κανένα καλὸ μπορμπουάρ. Ἀλλὰ τώρα δὲν δάκρυσε γι’ αὐτό. Γιὰ τὰ παιδάκια του, ποὺ τὰ θυμήθηκε, δάκρυσε. Θὰ κάθονται τὰ δυὸ μεγάλα δίπλα στὴν σόμπα, πλάι στὸ δεντράκι ποὺ τοὺς στόλισε. Θἄχουνε φάει τὸ ρυζόγαλο ποὺ τοὺς ἔδινε ἡ γυναίκα του κάθε βράδυ…
Θὰ παίζουνε καὶ θὰ κοιτᾶνε τὰ λαμπιόνια τοῦ μικροῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου…
Οἱ γυναῖκες κάτι ψιθύρισαν σὲ μία γλώσσα ἄγνωστη.
—
Ἀπὸ ποῦ εἶστε, δὲν εἶστε ἀπὸ ἐδῶ; ρώτησε
ὁ Δημητράκης.
—
Ἀπὸ τὴν Σουηδία εἴμαστε, εἶπε ἡ νεότερη. Ἡ κυρία Ἄστριντ
Μπλόμκβιστ ἀπ’ ἐδῶ, εἶναι ἡ ἐπιτετραμμένη
τῆς Σουηδικῆς Πρεσβείας
κι ἐγὼ εἶμαι ἡ γραμματεύς της. Φύγαμε ἀπὸ ἕνα φιλικὸ σπίτι, ἀπὸ τὸ Ψυχικὸ καὶ πηγαίνουμε
στὸ δικό μας, στὸ Κουκάκι…
Ὁ Δημητράκης εἶπε χαίρομαι, κοιτάζοντας τες ἀπὸ τὸ καθρεφτάκι καὶ μαζεύτηκε.
Δὲ θὲς νὰ μπλέξω;
σκέφτηκε. Σιώπησε γιὰ λίγο. Ἡ μεγαλύτερη κυρία ἔσπασε τὴν σιωπή, λέγοντας:
—
Δὲν μᾶς εἴπατε γιὰ τὰ παιδάκια
σας, εἶναι μικρά;
—
Εἶναι ὀκτώ, πέντε ἐτῶν τὰ δυὸ μεγάλα, εἶπε ὁ Δημητράκης. Καὶ τὸ μικρὸ εἶναι δυὸ μηνῶν…
—
Νὰ σᾶς ζήσουν εἶπαν καὶ οἱ δυὸ κυρίες μαζί,
χωρὶς ὅμως νὰ καταφέρουν, νὰ μειώσουν τὴν ἐπιφυλακτικότητά του, ἡ ὁποῖα
δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τοῦ εἶπαν ποιὲς εἶναι.
Ὅταν ἔφτασαν στὴν ὁδὸ
Χατζηχρήστου, τὸ ταξίμετρο ἔγραφε δεκατέσσερις δραχμὲς κι ἑβδομήντα λεπτά.
—
Εἶναι σουηδικὸ εἶπε ὁ Δημητράκης.
—
Ἂ, ναί, ναὶ τὸ ξέρουμε, γράφει Halda, εἴπανε καὶ ἡ δυὸ μὲ μία φωνή…
Ὕστερα ἡ μεγάλη, ὅλο χαρά,
κάτι εἶπε τῆς μικρῆς στὰ ξένα, κι ἐκείνη, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πορτοφόλι της ἕνα ὁλοκαίνουργιο
πενηντάρικο καὶ δίνοντας το στὸν Δημητράκη εἶπε:
—
κρατῆστε το ὁλόκληρο γιὰ τὰ Καλὰ Χριστούγεννα… καὶ μὴν φύγετε
λέει ἡ κυρία ἐπιτετραμμένη. Περιμένετε μισὸ λεπτό, νὰ σᾶς φέρουμε κάτι.
Ὁ Δημητράκης πετάχτηκε μὲ μιᾶς, παίρνοντας τὸ πενηντάρικο καὶ βγῆκε ἔξω. Πρόλαβε κι ἄνοιξε τῆς κυρίας ἐπιτετραμμένης, ποὺ καθόταν πίσω του. Αὐτὴ βγαίνοντας, τοῦ ἔτεινε τὸ χέρι της, λέγοντας:
—
Καλὰ
Χριστούγεννα σὲ σᾶς καὶ τὴν οἰκογένειά
σας… ἀντίο σας… ἂ μὴν φύγετε ὅπως σᾶς εἶπε ἡ Ρόνια… Ὕστερα γύρισε
καὶ μπῆκε στὴν βαρειὰ εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας ποὺ κοίταζε κατὰ τὴν Ἀκρόπολη.
Ὁ Δημητράκης περίμενε στὴν εἴσοδο νὰ κατέβει ἡ νεαρή. Μετὰ ἀπὸ λίγο,
κατέβηκε μ’ ἕναν ὑπηρέτη. Κρατοῦσαν δυὸ μεγάλες πλαστικὲς τσάντες ὁ καθένας στὰ χέρια, γεμάτες πράγματα. Ἡ Ρόνια τοῦ εἶπε:
—
Ἀνοῖξτε τὸ πὸρτ μπαγκαζ κύριε. Τὸ ἄνοιξε καὶ ἔβαλαν μέσα τὶς τσάντες. Μὴν φύγετε ἀκόμη τοῦ εἶπε ἡ κοπέλα.
Χάθηκαν πάλι μέσα στὴν πολυκατοικία.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξανακατέβηκαν. Κρατώντας πάλι ἀπὸ δυὸ τσάντες. Αὐτὰ εἶναι δῶρα τῆς σουηδικῆς πρεσβείας γιὰ σᾶς καὶ τὰ παιδιά σας τοῦ εἶπε ἡ νεαρὴ δεσποινὶς Ρόνια. Αὐτὸς ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ τῆς φίλησε τὸ χέρι. Ὕστερα ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης τοῦ ἔκανε μιὰ ὑπόκλιση λέγοντας:
—
Καληνύχτα
σας.
Μπῆκε στ’ ἁμάξι κι ἔβαλε μπροστά. Πῆγε στὴν Ἀλάστορος
19Β, στὸ σπίτι του καὶ πάρκαρε τὸ ἁμάξι ἀπέναντι ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ Κουρνούτου, στὸ οἰκοπεδάκι ποὺ ἔβαζε ὁ Μῆτσος τὸ κάρο καὶ τὸ ἄλογο. Ὕστερα κατέβηκε ἀπὸ τ’ ἁμάξι, ἄνοιξε τὸ πὸρτ μπαγκὰζ καὶ πῆρε τὶς τσάντες. Κλώτσησε τὴν πόρτα γιατί δὲν εἶχε χέρι ἐλεύθερο νὰ ξεκλειδώσει καὶ νὰ μπεῖ.
—
Ποιὸς εἶναι; Εἶπε ἡ Κυριακούλα φοβισμένη.
—
Ἐγώ, ὁ Δημητράκης, εἶπε αὐτός, ἄνοιξε γιατί δὲν ἔχω χέρι ἐλεύθερο…
Τοῦ ἄνοιξε. Τὰ δυὸ μεγάλα ἀγοράκια τὴν κρατούσανε
τρομαγμένα ἀπὸ τὴν φτωχική
της ρόμπα.
— Τί ἔπαθες καὶ γύρισες νωρὶς, τὸν ρώτησε μὲ ἀγωνία.
—
Μὴ σκιάζεσαι τῆς εἶπε. Ἦρθε ὁ ἅγιος Βασίλης καὶ γιὰ μᾶς, μιὰ βδομάδα νωρίτερα. Ἀπὸ τὴν Σουηδία..!
Ἡ γυναίκα τὰ ’χασε.
Τραβήχτηκε νὰ περάσει ὁ ἄντρας της μέσα. Ὕστερα τοῦ εἶπε:
—
Ποῦ τὰ βρῆκες αὐτὰ τὰ πράματα;
Τῆς ἐξήγησε ἀνοίγοντας τὶς τσάντες. Ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ ὄμορφα μπουφὰν καὶ παντελόνια γιὰ τὰ παιδιά. Ἀπὸ κάτω ἦσαν ἕξι πουλοβεράκια κι ἕξι πουκαμισάκια παιδικά. Καὶ γάντια καὶ σοκολάτες
καὶ γλυκὰ καὶ παιχνίδια,
καὶ ὅλα τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ. Γέμισε τὸ μικρὸ δωμάτιο. Βάλανε καὶ στὴν κουζίνα. Ὕστερα πήρανε τὰ παιδάκια
τους καὶ ξαπλώσανε στὸ κρεβάτι.
—
Ἂς τὴ σόμπα ἀναμμένη ὅλη νύχτα εἶπε ὁ Δημητράκης καὶ τὸ δέντρο μὴν τὸ βγάλεις ἀπὸ τὴν μπρίζα. Αὔριο πρωί-πρωί, ποὺ θὰ πὰ νὰ δώσω τὸ ταξί, θὰ περάσω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ὀδυσσέα τοῦ κρεοπώλη. Θὰ τόνε παρακαλέσω, ἂν τοῦ περίσσεψε καμιὰ γαλοπούλα, νὰ τὴν ἀγοράσω. Νὰ βάλε στὸ κομοδίνο τὸ πενηντάρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου