Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα...

Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα

του Δημήτρη Κανελλόπουλου

Πλησιάζανε τ Χριστούγεννα, το 1962. Τ φτωχικ μαγαζάκια τς γειτονις, εχανε στολιστε. Τί στολίδια δηλαδ πο ο νθρωποι, μ δυσκολία τ φερναν βόλτα. Τέλος πάντων! Καλ Χριστούγεννα, Ετυχισμένο τ Νέον τος, γραφαν στς τζαμαρίες μ χάρτινα γράμματα, κακοκομμένα μ τ ψαλίδι π χαρτι κόκκινα κα πράσινα γυαλιστερά. Πο κα πο κόλλαγαν κα κάτι μικρς τοφες μπαμπάκι πάνω στ τζάμια. Κα τίποτες γγελάκια κανέναν χοντρό, κατακόκκινο γιοβασίλη…

τσι εχε κάνει κι κρ Γιώργης λιμαντίρης. καλς ατς καριώτης, πο πέρυσι γόρασε τν ΕΒΓΑ στ γωνία Κεδρηνο κα Λουκάρεως κα τν κανε ζαχαροπλαστεο. Ατός, λέγανε πς κέρδισε τ λαχεο Συντακτν, κα μ τ λεφτά, κανε τν ΕΒΓΑ ζαχαροπλαστεο. Τ κατάστημα λοιπν το κρ Γιώργη το λιμαντίρη, σκόρπιζε τ φς του γύρω. Εχε ναμμένα λα τ φτα του, καθς κα μιὰ σειρ λαμπιόνια πο ναβόσβηναν, πενθυμίζοντας στος διαβάτες, πς εναι χρονιάρες μέρες.


πόλοιπη γειτονιά, παρ’ τι μέρες Χριστουγέννων, δν τανε καλοφωτισμένη κα ο βροχές, τν  εχανε γεμίσει μ μιὰ κόκκινη λάσπη πο κατέβαζε βροχ π τ ρέμα πο κατέβαινε π τν πλατεία Γύπαρη στ Τουρκοβούνια, μέσα π τν δ λάστορος, μέχρι τς φυλακς βέρωφ, στν λεωφόρο λεξάντρας. να δεντράκι εχε στολίσει κρ ντώνης ψιλικατζής, λίγο πι πάνω στ παλιό του μαγαζί, πρν τ σκαλάκια. Πατιστής, κανε τοιμασίες στν ταβέρνα π μέρες γι τ «ρεβεγιόν». Ατς εχε πελάτες π λλες γειτονις τς θήνας.

φαμελι το Δημητράκη το μπαριώτη, καθότανε στν δ λάστορος, στν π κάτω παράλληλη π τν δ Κυρίλλου Λουκάρεως. Ὁ Δημητράκης εχε τρία παιδάκια χτ κα πέντε χρόνων κα τ μικρότερο δυ μηνν. Κα γυναίκα του τανε δν τανε στ εκοσι φτ - εκοσι χτώ. Κυριακούλα τ λέγανε. Πάλευαν ο δόλιοι ν τ’ ναστήσουν, ν τ μεγαλώσουν. Τ πράματα μως δν πήγαιναν καλά. Δούλευε Δημητράκης δηγός, τ πρωϊνά, σ’ να σχολικό. Τ βράδια πο κα πο κάνα ταξί. Τ ρεπ δηλαδ κάποιων φίλων του ταξιτζήδων. μως τώρα πο πλησιάζανε τ Χριστούγεννα, δν κάνανε ρεπ ο νθρωποι κα καθς τ σχολεο θ κλεινε γι δεκαπέντε μέρες, λεφτ δν θ παιρνε. Γιατί τσι εχε συμφωνήσει μ τ φεντικά. Τς ργίες ν μν τς πληρώνεται. Κα τ καλοκαίρι ν τν βάζουνε στ ταμεο νεργίας. Τί ν κάνει δόλιος, τανε λερωμένα τ χαρτιά του. ν κα εχε τελειώσει τ Σχολ τς Φρειδερίκης, στ Λέρο, τ σχολ Μηχανικν, Μηχανν σωτερικς Καύσεως, δν μποροσε ν πιάσει δουλει σ συνεργεο. Πήγαινε σφάλεια κι πιανε τ’ φεντικό. λοι τοῦ λέγανε χωρς ν τν κοιτνε στ μάτια:

     Λυπμαι Δημητράκη, δν θέλω νάχω προβλήματα…

Ρίχτηκε λοιπν στ βιοπάλη μέρα νύχτα. Μέχρι κα φέηγ βολν μοίραζε ποτε ερισκε. Κυρίως τ καλοκαίρι πο στενεύανε τ πράματα. Τότες μοίραζε τ διαφημιστικά, μ’ να φίλο το λαχειοπώλη, τν Μτρο, γι τος γνες το Λαμπράκη κα το Καρπόζηλου, σ’ λες τς γειτονιές. Πότε στος μπελόκηπους, μέχρι τν γία Τριάδα κι πάνω, κατ τ Τουρκοβούνια. Πότε φτανε μέχρι τ Σεπόλια μ τ πόδια κα πότε κάτω στν Βοτανικό… Δν εχε ντροπ στ δουλειά. Δουλει μως, δν πρχε… Κα τ παιδάκια, δν μποροσαν ν μείνουνε νηστικά. τσι, εχε περιορίσει ατς κα Κυριακούλα τ φαί, ν μπορέσουνε ν κρατήσουν τ παιδάκια τους ζωντανά. σαν κα ο δυ πολ δύνατοι.

ταν χειμώνας βαρύς. Δν εχε διαφημιστικ κα τέτοια. Μετ τς βροχς πο πνίξανε τν κόσμο στο Λιούμη κα στ Μπουρνάζι, ρθε νας βαρς χιονις. Θέριζε έρας. Στος δρόμους ψυχή.

Προπαραμονή Χριστουγέννων, ἀρρώστησε ὁ φίλος του ὁ Μαθιὸς καὶ τὸν εἰδοποίησαν να πιάσει το τιμόνι στο πόστο του. Μάταια περίμενε στς πιάτσες, ν πάρει καμι κούρσα. κόσμος λίγος στος δρόμους κα τ ταξ πολλά. Βάλε κα τος πειρατς πο δν σ’ φήνανε ν σταυρώσεις κούρσα. Ατο εχαν π τν κυριαρχία τους, τος σταθμος Λαρίσης κα Πελοποννήσου καθς κα τ σταθμ τν ΚΤΕΛ στν γίου Κωνσταντίνου. τσι, γύριζε πελπισμένος, καίγοντας τν βενζίνα, τν ποία πρεπε ν πληρώσει τν λλη μέρα, στν κύριο πέργη. γραφε τ χιλιόμετρα πο κανε. Κα τ κενά. π κε μέχρι κε κούρσα. π κε μέχρι κε τ κενό.

Τετάρτη βράδυ, παραμον Χριστουγέννων. Καθότανε τώρα στν θωνος, στ Σύνταγμα. Τ ατοκίνητο τανε να τεράστιο De Soto. Θ τανε ρα ἑννιά, ἑννιά κα κάτι. Τ μαγαζι εχανε κλείσει π ρα. νας δρόλαπας –τσι λέγανε στ χωρι του τν ψιλό, τσουχτερ νεμο– θέριζε. Ο διαβάτες ξω λάχιστοι. Μπροστ του πρέπει ν σαν πάνω π δέκα ταξί. Στν κάτω μερι τς θωνος, κε πο βρισκότανε τ καμπαρέ, εχε μιὰ κίνηση. νθρωποι μπαινόβγαιναν. Πρέπει ν σαν ο καλλιτέχνες πο παίζανε γι ν διασκεδάσουν τοὺς πλούσιους θηναίους, πόψε, παραμον Χριστουγέννων πο τν λέγανε —δν ξερε γι ποι λόγο— κα ρεβεγιόν.

Κοίταζε κατ τ καμπαρ κα σκεφτόταν τ δικά του. Πς θ γενε, μέρες πο εναι ν πάρει στ παιδάκια του κάνα ροχο, κάνα παιχνίδι. Κα κάνα κομμάτι χοιρινό ἢ γαλοπούλα. Ν κάνουνε κι ατ Χριστούγεννα. κε πο τ σκεφτότανε ατ τν πρε τ παράπονο. βαλε μπροστ τν μηχαν κα βγκε π τν ορ τν ταξί. Κατέβηκε τν θωνος κα πρε τν Μητροπόλεως. φτασε πάρα κάτω στν Φωκίωνος. στριψε δεξι κι νέβηκε τν ρμο. ρημι παντο. νέβηκε τν νηφορίτσα μπροστ στ Μεγάλη Βρετανία κα πγε στ Κολωνάκι. κε τν σταμάτησαν δυ ζευγάρια. Το ζήτησαν ν πνε κάπου κοντ στν η Δημήτρη το Παλαιο Ψυχικο. Καλ κούρσα, ν σκεφτε κανείς, τι μετ τ τρίγωνο τν μπελοκήπων μπαινε διπλ ταρίφα. Ο πελάτες, δν εχαν ρεξη γι κουβέντα. Τος πγε στν δ Φρειδερίκης, ξω π τν κκλησία. κύριος πο καθόταν μπροστά, περίμενε ν πάρει τ ρέστα. Τριάντα πέντε λεπτά. Το δωσε δυ μεταλλικ εκσάλεπτα, γιατί δν εχε ν δώσει ρέστα κριβς τριάντα πέντε λεπτά. κε, κανε στροφ κα γύρισε πρς τν Κηφισίας. Εδε μς στ σκοτάδι τς δυ κυρίες πο περίμεναν. Πέρασε σχεδν μ κόκκινο κα τς πρε.

     Καλησπέρα σας Κύριε κα χρόνια σας πολλά, επε νεότερη κα μέσως πανέλαβε μεγαλύτερη τ διο.

     Στ Κουκάκι Κύριε, επε εγενικ μεγαλύτερη, στν δ Χατζηχρήστου.

     Καλησπέρα σας, τι πιθυμετε, πάντησε Δημητράκης κα ξεκίνησε γι τ Κουκάκι. Ο κυρίες σαν μιλητικς κα τν ρώτησαν πς πάει κατάσταση μ τ κρύο.

     Τ κρύο τ ντέχεις, πάντησε Δημητράκης, μ τν πείνα δν τ βγάζεις πέρα… κα πάτησε γκάζι κατεβαίνοντας τν λεωφόρο Κηφισίας.

     Τί ννοετε; τν ρώτησε μεγαλύτερη…

     Ν δουλει δν χει, λεφτ δν πάρχουν κι χουμε τρία παιδι ν θρέψουμε…

     Κα πς τ καταφέρνετε, επε πάλι δια.

     Δουλεύω, ταν βρ δουλειά, λο τ εκοσιτετράωρο… Μοιράζω φέηγ βολάν, κάνω μεταφορές, δουλεύω σ’ να σχολικ ταν λειτουργον τ σχολεα… μως ζω εναι δύσκολη… χει πολλ κρίβεια, δν χω κα σπίτι δικό μου… μα χεις λερωμένα κα τ χαρτιά σου, στ πολιτικά…

     Δηλαδ τν ρώτησε μεγαλύτερη σ λικία κυρία, εστε ντιφρονν;

     Να χω κάνει κι ξορία… ο γυνακες κοιτάχτηκαν.

     Πόσα παιδι χετε; Ρώτησε νεότερη.

     Τρία πάντησε ατς κα σκούπισε να δάκρυ πο το φυγε π τ ριστερό του μάτι.

Εχε ξαναδοκιμάσει τν δια τακτική, γι ν εσπράξει κανένα καλὸ μπορμπουάρ. λλ τώρα δν δάκρυσε γι’ ατό. Γι τ παιδάκια του, πο τ θυμήθηκε, δάκρυσε. Θ κάθονται τ δυ μεγάλα δίπλα στν σόμπα, πλάι στ δεντράκι πο τος στόλισε. Θἄχουνε φάει τ ρυζόγαλο πο τος δινε γυναίκα του κάθε βράδυ… Θ παίζουνε κα θ κοιτνε τ λαμπιόνια το μικρο χριστουγεννιάτικου δέντρου…

Ο γυνακες κάτι ψιθύρισαν σ μία γλώσσα γνωστη.

     π πο εστε, δν εστε π δ; ρώτησε Δημητράκης.

     π τν Σουηδία εμαστε, επε νεότερη. κυρία στριντ Μπλόμκβιστ π’ δ, εναι πιτετραμμένη τς Σουηδικς Πρεσβείας κι γ εμαι γραμματεύς της. Φύγαμε π να φιλικ σπίτι, π τ Ψυχικ κα πηγαίνουμε στ δικό μας, στ Κουκάκι…

Δημητράκης επε χαίρομαι, κοιτάζοντας τες π τ καθρεφτάκι κα μαζεύτηκε. Δ θς ν μπλέξω; σκέφτηκε. Σιώπησε γι λίγο. μεγαλύτερη κυρία σπασε τν σιωπή, λέγοντας:

     Δν μς επατε γι τ παιδάκια σας, εναι μικρά;

     Εναι κτώ, πέντε τν τ δυ μεγάλα, επε Δημητράκης. Κα τ μικρ εναι δυ μηνν…

     Ν σς ζήσουν επαν κα ο δυ κυρίες μαζί, χωρς μως ν καταφέρουν, ν μειώσουν τν πιφυλακτικότητά του, ἡ ὁποῖα δημιουργήθηκε π τν στιγμ πο το επαν ποις εναι.

ταν φτασαν στν δ Χατζηχρήστου, τ ταξίμετρο γραφε δεκατέσσερις δραχμς κι βδομήντα λεπτά.

     Εναι σουηδικ επε Δημητράκης.

     , ναί, να τ ξέρουμε, γράφει Halda, επανε κα δυ μ μία φωνή…

στερα μεγάλη, λο χαρά,  κάτι επε τς μικρς στ ξένα, κι κείνη, βγαλε π τ πορτοφόλι της να λοκαίνουργιο πενηντάρικο κα δίνοντας το στν Δημητράκη επε:

     κρατστε το λόκληρο γι τ Καλ Χριστούγεννα… κα μν φύγετε λέει κυρία πιτετραμμένη. Περιμένετε μισ λεπτό, ν σς φέρουμε κάτι.

Δημητράκης πετάχτηκε μ μις, παίρνοντας τ πενηντάρικο κα βγκε ξω. Πρόλαβε κι νοιξε τς κυρίας πιτετραμμένης, πο καθόταν πίσω του. Ατ βγαίνοντας, το τεινε τ χέρι της, λέγοντας:

     Καλ Χριστούγεννα σ σς κα τν οκογένειά σας… ντίο σας… μν φύγετε πως σᾶς επε Ρόνια… στερα γύρισε κα μπκε στν βαρει εσοδο τς πολυκατοικίας πο κοίταζε κατ τν κρόπολη.

Δημητράκης περίμενε στν εσοδο ν κατέβει νεαρή. Μετ π λίγο, κατέβηκε μ’ ναν πηρέτη. Κρατοσαν δυ μεγάλες πλαστικς τσάντες καθένας στ χέρια, γεμάτες πράγματα. Ρόνια το επε:

     νοξτε τ πρτ μπαγκαζ κύριε. Τ νοιξε κα βαλαν μέσα τς τσάντες. Μν φύγετε κόμη το επε κοπέλα.

Χάθηκαν πάλι μέσα στν πολυκατοικία. στερα π λίγο ξανακατέβηκαν. Κρατώντας πάλι π δυ τσάντες. Ατ εναι δρα τς σουηδικς πρεσβείας γι σς κα τ παιδιά σας το επε νεαρ δεσποινς Ρόνια. Ατς βαλε τ κλάματα κα τς φίλησε τ χέρι. στερα νεαρς πηρέτης το κανε μιὰ πόκλιση λέγοντας:

     Καληνύχτα σας.

Μπκε στ’ μάξι κι βαλε μπροστά. Πγε στν λάστορος 19Β, στ σπίτι του κα πάρκαρε τ μάξι πέναντι π τν αλ το Κουρνούτου, στ οκοπεδάκι πο βαζε Μτσος τ κάρο κα τ λογο. στερα κατέβηκε π τ’ μάξι, νοιξε τ πρτ μπαγκζ κα πρε τς τσάντες. Κλώτσησε τν πόρτα γιατί δν εχε χέρι λεύθερο ν ξεκλειδώσει κα ν μπε.

     Ποις εναι; Επε Κυριακούλα φοβισμένη.

     γώ, Δημητράκης, επε ατός, νοιξε γιατί δν χω χέρι λεύθερο…

Το νοιξε. Τ δυ μεγάλα γοράκια τν κρατούσανε τρομαγμένα π τν φτωχική της ρόμπα.

— Τί παθες κα γύρισες νωρς, τν ρώτησε μ γωνία.

     Μ σκιάζεσαι τς επε. ρθε γιος Βασίλης κα γι μς, μι βδομάδα νωρίτερα. π τν Σουηδία..!

γυναίκα τ ’χασε. Τραβήχτηκε ν περάσει ντρας της μέσα. στερα τοῦ επε:

     Πο τ βρκες ατ τ πράματα;

Τς ξήγησε νοίγοντας τς τσάντες. βγαλε π μέσα δυ μορφα μπουφν κα παντελόνια γι τ παιδιά. π κάτω σαν ξι πουλοβεράκια κι ξι πουκαμισάκια παιδικά. Κα γάντια κα σοκολάτες κα γλυκ κα παιχνίδια, κα λα τ καλ το Θεο. Γέμισε τ μικρ δωμάτιο. Βάλανε κα στν κουζίνα. στερα πήρανε τ παιδάκια τους κα ξαπλώσανε στ κρεβάτι.

     ς τ σόμπα ναμμένη λη νύχτα επε Δημητράκης κα τ δέντρο μν τ βγάλεις π τν μπρίζα. Αριο πρωί-πρωί, πο θ π ν δώσω τ ταξί, θ περάσω π τ σπίτι το δυσσέα το κρεοπώλη. Θ τόνε παρακαλέσω, ν το περίσσεψε καμι γαλοπούλα, ν τν γοράσω. Ν βάλε στ κομοδίνο τ πενηντάρι…

Δεν υπάρχουν σχόλια: