Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014

ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ

Φιλότητι συνερχόμεν’ εἰς ἓν ἃπαντα
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ


1
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Μπροστὰ στὶς πλάκες
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Πρασινογάλαζη
Μέ τὰ πόδια της στὸ ποτάμι 
Καὶ λέει ἡ ἀγάπη εἶναι ἁπλὴ 
Κι ὅσοι ἀγαποῦν εἶναι θλιμμένοι.

2
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Μέσα στὸ δάσος
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
πρασινογάλαζη
Καὶ λέει ἡ ἀγάπη εἶναι ἁπλὴ
Καὶ ὅσοι ποντάρουν στὴ συσσώρευση
εἶναι χαμένοι.

3
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Πάνω στὸ λόφο
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Πρασινογάλαζη
Καὶ λέει ἡ ἀγάπη εἶναι ἁπλὴ
Καὶ ὅσοι παίζουνε στὰ ζάρια τὰ ἱμάτιά του
Δὲν εἶναι ἀθῶοι.

4
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Κάτω ἀπ’ τὸ ὄρος
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Πρασινογάλαζη
Καὶ λέει ἡ ἀγάπη εἶναι ἁπλὴ 
Καὶ ὅσοι μπαίνουν στὸ ἡφαίστειο
Λάμπουν σὰν πρῶτα.

5
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Στὸ μεσοστράτι τῆς ζωῆς
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Καὶ λέει ἔχασε τὸ γεράκι ὁ γερακάρης
Καὶ τὸ γεράκι φέρνει κύκλους  ποὺ στενεύουν
Κράτα τὸ νόμισμα σφιχτὰ
Ποιὸς ἀπ’ τοὺς δύο θὰ πληρώσει δὲν τὸ ξέρεις .

6
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Μπροστὰ στὴν πλάκα
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Καὶ λέει τώρα ποὺ ὅλα τελειώθηκαν θυμήσου
Καὶ ἀτένισε πάλι τὴν περίκλειστη θάλασσα
Ἀπὸ τὴ μνήμη ἄλλο νόμισμα δὲν ἔχεις
Γιὰ νὰ περάσεις ἀπέναντι.

7
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Κάτω ἀπτὸ ὄρος
Καὶ εἶμαι τυφλὸς
Καὶ Ἰάκωβος εἶναι τυφλὸς
Καὶ Ἰωάννης εἶναι τυφλὸς
Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι τυφλός.

Μόνο Μαρία λάμπει λόφωτη
Πάνω στ θάλασσα κα λέει O Captain, My Captain
 τ φοβερό μας σύντομο ταξίδι χει τελειώσει
Κα μόνο τ διαζευτικ “ΚΑΙ” λαλον φατον
 περίπταται τς σιωπς.  

8
Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ
Στό Καθαρτήριο οτι δέν ἔβλεπα
 Καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶναι ἐδῶ
Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι ἐδῶ
 Καὶ ὁ Ἀναστάσιος εἶναι ἐδῶ.

Μόνο ἡ Μαρία λάμπει ὁλόφωτη
Καί λέει ἀς μάθει ὃποιος γυρεύει τ’ ὄνομά μου
Εἶμαι ἡ Ραχήλ νόμιμη σύζυγος τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ
Ὁ Ποιητής μέ ὀνομάζει  Βεατρίκη
Δέν εἶμαι ἡ παρέκκλιση εἶμαι ὁ κανόνας
Ἐσύ στη νύχτα λέγε με Μαρία. 

.

2- 1-2014 /15-6-2014



Σημειωσεις:
                Το ποίημα οφείλει πολλά στο Καθαρτήριο του Δάντη και στην ανάγνωσή του από τον Χάρολντ Μπλουμ, στον W. B. Yeats  και σε προγενέστερα ποιήματά μου. Και σε μια ενόρμηση της Λιάνας Σακελλίου.

Τα έξι πρώτα άσματα δημοσιεύθηκαν στo περιοδικό ΦΡΕΑΡ, τ. 6, Μάρτιος – Απρίλιος 2014.

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014

Δημήτρης Κανελλόπουλος: ΘΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ...

ΘΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἀναδημοσίευση  ἀπὸ τ περιοδικ Ὀροπέδιο
τχ. 2, Χειμώνας 2006


Μέσα στὸ ξύλινο μπεσίκι τῆς Παπαγιαννιᾶς, θυμᾶμαι τὶς ριπὲς τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔμπαιναν ἀπ’ τὶς χαραμάδες τῶν παραθυρόφυλλων, «ἀπ’ τὰ σκούρα», ὅπως τὰ ἔμαθα ἀργότερα. Ἦταν στὴ σάλα τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀπὸ τὸ ταβάνι κρέμονταν τσαμπιά, σταφύλια. Καὶ κυδώνια. Στὴ γωνιὰ δεξιὰ ἡ εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ μπροστὰ της ἕνα γαλάζιο καντήλι.

Γεννήθηκα τὸ 1954. Στὶς τέσσερις Μάη. Ὁ παππούς μου μὲ δήλωσε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, τὸν Ἰούλιο. Προφανῶς εἶχε κάνει τοὺς ὑπολογισμούς του, γιὰ τὸ πότε θὰ μὲ πάρουν φαντάρο, ἴσως μετὰ τὰ ἁλωνίσματα κι ἔτσι μὲ δήλωσε στὸ Γραμματέα, ὡς γεννηθέντα στὶς ἑφτὰ Ἰουλίου… Εἶδα τὸ φῶς, λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ συμπαθέστερου προσώπου (κατὰ τὶς διηγήσεις πολλῶν συμπατριωτῶν μου), τῆς οἰκογενείας μου. Τοῦ ἀμέσως μετὰ τὸν πατέρα μου, ἀδελφοῦ του. Τοῦ Διονύση, ποὺ σκοτώθηκε πέφτοντας ἀπὸ τὰ πλαϊνά του τράμ, μπροστὰ στὸ ξενοδοχεῖο Ἀκροπόλ, ἐπὶ τῆς Πατησίων… Ἡ οἰκογένεια, καὶ πιὸ πολὺ ὁ παππούς μου πέρασε τὴν πίκρα της μὲ μένα, ποὺ ἦρθα μετά.

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014

Dumitru Ţepeneag: Γραβούρα



Dumitru Ţepeneag

Γραβούρα

Μετάφραση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἕνα γκρίζο πρωινό, ὁ ἥλιος ἔσβηνε τυλιγμένος στὴν ὁμίχλη. Πολλὲς καὶ μεγάλες οἱ σκηνὲς στὸν κάμπο μὲ ἀστραφτερὲς ἁλυσίδες, καβάλα στὸ πυρόξανθο ποὺ ἦταν δεμένο πλάι στὴ σκηνὴ κι ἄρχισε νὰ καλπάζει στὴν ἄκρια τοῦ κάμπου μέχρι ποὺ χάθηκε πέρα ἀπ’ τὰ σύννεφα.

Ὁ καιρὸς κυλοῦσε ἀργά. Ἀπὸ τὶς σκηνὲς ἔβγαιναν φριχτὰ ὀγκώδη τέρατα, μὲ χέρια στριμμένα, πόδια παραμορφωμένα, μὲ δάχτυλα διεσπαρμένα, μὲ κλειδώσεις καὶ μὲ μύες ὑπερφυσικούς, ἄκομψους σὰν κορυφογραμμὲς πάνω σε τεράστια κρανία. Μεταξύ τους φούντωνε μιὰ μάχη ἐξοντωτική∙ πιάνονταν ἀπ’ τὰ μπράτσα, δαγκώνονταν χαμογελώντας, γρατζουνώντας, σφάζονταν, τὰ αἵματα ἔτρεχαν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις.

Κάποια ἄλλη στιγμὴ ὁ καβαλάρης ἐπέστρεφε ὀδηγώντας καὶ μαστιγώνοντας βιαστικὰ μιὰ ἀγέλη τρομαγμένων βοδιῶν. Ἔβλεπε τὰ πτώματα σκεπασμένα κατὰ τὸ ἥμισυ ἀπὸ μεγάλους, ἀσημένιους ἀετούς. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογο καί, μὲ τὸν ἀγώνα ἀκουμπισμένο στὴν σέλα ἀπομένοντας μόνος στὸ μουγκανητὸ τῶν τρομαγμένων ἀγελάδων καὶ στὰ φτερουγίσματα τῶν πτηνῶν, κοίταζε πολλὴν ὥρα ἀκίνητος στὸ κενό…



Πίνακας: Ludovic Bassarab – Nomazi