Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013

Dumitru Ţepeneag: Ἕνα χωριουδάκι

Ἕνα  χωριουδάκι

το Dumitru Ţepeneag

Τ σπίτια δν χουν πόρτα. Δν χουν, παρ μονάχα να παραθύρι κι κενο μικρ κα στραβοτοποθετημένο. Σπίτια σν τν πιθήκων, μ σκεπές, κόκκινες λαμπερς π κεραμίδια κα κεραμόπλακες. Στ σοκάκια, καλύτερα στ περάσματα νάμεσα στ σπίτια, πάνω σ τεντωμένα σκοινι π τν μι σδρέχα στν λλη — πλωμένα κάθε εδους ροχα, λων τν χρωμάτων. ν στν πλατεία, μονάχα μεγάλα, κατάλευκα σεντόνια πλωμένα. Κάτω, τ χμα μμδες, κίτρινο. Τ πρωιν εναι γαλάζια κα δροσερά. νεμος πνέει λαφρς λη τὴν μέρα, φουσκώνοντας τ σεντόνια τς πλατείας, σν τ πανι τν καραβιν.
            λα τ σπίτια χουν τν δια πρόσοψη, τν δια κατασκευή. Τ διο κα ο κάτοικοι —λεπτο κα χαρούμενοι! Ζωντας νάμεσα στ ροχα τους, εναι καταδικασμένοι ὅλο ν μικραίνουν, τ μπόϊ τους μικραίνει σταδιακά, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. π τν παλι ψη τους διατήρησαν πολ λίγα. Ο στρογγυλς κορφές τους, καρφωμένες στ στθος, λαιμ δν χουν πιά, τ πόδια τους χουν καμπυλωθε πλήρως. Παρ’ λα ατ τος χει μείνει, κομψότης τν νδυμάτων κα — πράγμα πίστευτο— τ φτερά. Κάτι μικρ φτερ στος στραγάλους.

Ντου­μί­τρου Τσε­πε­νιάγκ (Dumitru Ţepeneag) (Βου­κου­ρέ­στι, 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1937). Γρά­φτη­κε στὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου χω­ρὶς νὰ τὴν τε­λει­ώ­σει. Στὴν συ­νέ­χεια σπού­δα­σε Παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στὴν Λο­γο­τε­χνί­α. Ὑ­πῆρ­ξε ση­μαῖ­νον στέ­λε­χος καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸς τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ «Αἰ­σθη­τι­κοῦ Ὀ­νει­ρι­σμοῦ» (1966) καὶ συ­νι­δρυ­τής του μα­ζὶ μὲ τοὺς Leonid Dimov, Vintilă Ivănceanu, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neaşcu, Emil Brumaru, Sorin Titel, Florin Gabrea si Virgil Tănase. Τὸ 1971 με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν θέ­σε­ων τῆς Ὁ­μά­δας ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Tezele din iulie» («Οἱ θέ­σεις τοῦ Ἰ­ου­λί­ου») ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἐκ­πα­τρι­στεῖ στὴν Γαλ­λί­α ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα του. Τὸ 1975 τοῦ ἀ­φαι­ρέ­θη­κε ἡ ρου­μα­νι­κὴ ἰ­θα­γέ­νεια ἀ­πὸ τὸ κομ­μου­νι­στι­κὸ κα­θε­στὼς Τσα­ου­σέ­σκου. Με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ μοι­ρά­ζε­ται τὸν χρό­νο του ἀ­νά­με­σα στὸ Πα­ρί­σι καὶ στὸ Βου­κου­ρέ­στι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ στὰ ρου­μα­νι­κὰ Alain Robbe-Grillet, Pinget, δο­κι­μι­ο­γρά­φους ὅ­πως ὁ Albert Béguin καὶ φι­λο­σό­φους ὅ­πως ὁ Jacpues Derrida, ὁ Alexandre Kojève κ.ἄ., ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ρου­μα­νι­κὴ στὴν γαλ­λι­κὴ τοὺς Leonid Dimov, Daniel Turcea, Ion Mureşan, Marta Petreu, Emil Brumaru καὶ Mircea Ivănescu. Στὴν Γαλ­λία ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Pigeon vole, μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ed Pastenague.
 Mε­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρου­μα­νι­κά:
Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος (Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, 1954). Ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958, ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να, ὡς ἐ­σω­τε­ρι­κὸς με­τα­νά­στης. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α-Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ Ἱ­στο­ρί­α-Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος δι­ά­φο­ρων ἐκ­δο­τι­κῶν οἴ­κων καὶ ὡς Φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986) Σκυ­θι­κὲς Ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ Ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005) καὶ Κλί­νη Σπό­ρου, Κα­λὴ (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010). Ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴ Ρου­μα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πο­λι­ορ­κί­α, τεῦ­χος 16, Ἀ­πρί­λιος 1982. Τὸ 1984, ὀρ­γά­νω­σε καὶ πα­ρου­σί­α­σε στὸ ρου­μα­νι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό τὴν ἀν­θο­λο­γί­α νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης μὲ τὸ τί­τλο 42 Poeţi Grecii Contemporani (42 Σύγ­χρο­νοι Ἕλ­λη­νες Ποι­η­τές). Τὸ 1996 ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ θέ­μα τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον τεῦ­χος 24, τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ρου­μά­νο ποι­η­τὴ Anatol Baconsky. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.
 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ"

Πίνακας: Horia Damian, Casă ţărănească

 


Σάββατο, Νοεμβρίου 16, 2013

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Βαλκανικὲς παθογένειες


Βαλκανικὲς παθογένειες

Δημήτρης Κανελλόπουλος



Ὅταν ἤμουν παιδί, κατοικούσαμε πίσω ἀπὸ τὶς Φυλακὲς Ἀβέρωφ σ’ ἕνα ἥσυχο, μικρὸ δρομάκι. Ὁ σπιτονοικοκύρης δεξιὸς καὶ καλὸς ἄνθρωπος. Μεσολαβοῦσε στὴν ἀσφάλεια γιὰ νὰ πετύχουν καμιὰ καλύτερη τύχη, οἱ κυνηγημένοι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀριστεροί. Ποτὲ δὲν ζήτησε ἀνταλλάγματα. Ἦταν ἀνοιχτόκαρδος κι ἔκανε μ’ ὅλο τὸν κόσμο παρέα. Ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Στὸν Ἐμφύλιο ἦταν 15 χρονῶν. Τὸν ἐπιστράτευσε ἕνας τοπικὸς παρακρατικὸς στὴν ὁμάδα του. Τὴν πρώτη μέρα ποὺ βγῆκαν παγανιὰ γιὰ ἀριστερούς, τὄβαλε στὰ πόδια. Ἔτσι ἔφαγε μιὰ σφαίρα στὸν κῶλο καὶ τελείωσε ἡ ἀντικομμουνιστική του δράσις… Ἔγινε ἥρως! Τὸν ἔγραψαν καὶ οἱ τοπικὲς ἐφημερίδες τῆς Ναυπάκτου! Κάποτε εἶπε τὴν ἱστορία του στὸν πατέρα μου. Καὶ κατέληξε:

―Ἀπὸ τότε κὺρ Εὐάγγελε, παίρνω σύνταξη γιὰ τὴν προσφορά μου στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση… Εἶμαι γραμμένος καὶ στὴν Ἕνωσιν Ἐθνικοφρόνων Ἀγωνιστῶν Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως, 1943-1949…

Ὁ πατέρας μου, ἀκόμη δὲν μπέρδευε τὸν Ἐμφύλιο μὲ τὴν Ἀντίσταση. Ἔμεινε κάγκελο! Δὲν τὸν διέκοψε ὅμως.

―Τέσσερις χιλιάδες τριακόσιες δραχμὲς κὺρ Εὐάγγελε, ὅσο κι ὁ ταχυδρόμος… Ἡ πατρίδα, μοῦ ἀναγνώρισε τὶς ὑπηρεσίες μου… Κι μ’ ἔχει βάλει καὶ στὸ γραφεῖο τοῦ Δημάρχου ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Τράπεζα… συνέχισε μὲ τὴν ἰδιότυπη, γκραβαριώτικη προφορά του….



Οἱ πατρίδες γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν! Γιατί ὑπάρχουν ἔμμισθοι  πατριῶτες ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ αὐτές…

Προσέξτε: σαράντα χρόνια μετά, περπατῶ στὸ bulevardul Magheru, στὸ Βουκουρέστι… Μαζεύω ἀχόρταγα εἰκόνες ἀπὸ γύρω… Αἴφνης τὸ μάτι μου πέφτει σὲ ἕνα γκρίζο κτήριο, ὅπου δύο πινακίδες γράφουν:



Blocul National al Revolutinarilor 1989 Romania

Ἐθνικὴ Ἕνωσις Ἐπαναστατῶν τοῦ 1989

Federala Nationala a Revolutionararilor din Romania

Sediul Cendral

Ἐθνικὴ Ὁμοσπονδία τῶν Ἐπαναστατῶν τῆς Ρουμανίας

Κεντρικὴ Ἕδρα…



Μένω ἄφωνος! Ὁ συνειρμὸς αὐτόματος. Ἀμέσως μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ Ἕνωσις Ἐθνικοφρόνων Ἀγωνιστῶν Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως, 1943-1949, τοῦ κ. Γιώργου… Ἀλλὰ καὶ ἡ βιομηχανία συντάξεων, μετὰ τὸ 1981, ἀκόμη καὶ σὲ ἀγέννητους τὴν ἐποχή της Ἐθνικῆς Ἀντίστασης… 


Ἐδῶ ἐκτὸς ἀπὸ ἐπαναστάτες τοῦ 1989, ὑπάρχει καὶ ἡ Ομοσπονδία, ποὺ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της, ἐπαναστάτες καὶ ἀπογόνους τους, ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ 1871!!!

Πότε πρόφτασαν ἀναρωτήθηκα… Καὶ μετὰ κατηγοροῦν τοὺς Φαναριῶτες ποὺ τοὺς ἔκαναν κράτος καὶ λαό… Ὅπως κι ἐμᾶς ἄλλωστε…



Ρώτησα ἕναν Ρουμάνο φίλο μου γι’ αὐτὸ τὸ Σωματεῖο… Μοῦ εἶπε πὼς ἔχουν παρακλάδια σὲ ὅλη τὴν Ρουμανία, μὲ χιλιάδες μέλη, ἴσως καὶ ἑκατομμύρια… Ἐπανάσταση ἦταν αὐτή… Ὑπὸ μίαν ἔννοιαν, «ὅλος» ὁ Λαὸς πῆρε μέρος σ’ αὐτήν… Ἔτσι, ἀκόμη καὶ σὲ ἀγέννητους ἐκείνη τὴν ἐποχή, δόθηκαν συντάξεις… Καὶ συμπλήρωσε πώς, ὅτι ὅλα τα Κόμματα ποὺ κυβέρνησαν ἀπὸ τὸ 1989 μέχρι σήμερα τὴν Ρουμανία, τοὺς χαϊδεύουν καὶ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰτήματά τους…



Βαλκανικὲς παθογένειες…


Δευτέρα, Νοεμβρίου 04, 2013

Dumitru Ţepeneag: Τὸ Νε­κρὸ Ψά­ρι

Ντου­μί­τρου Τσε­πε­νιάγκ (Dumitru Ţepeneag)

Τὸ Νε­κρὸ Ψά­ρι
(Peşte Mort)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρου­μα­νι­κά: Δημήτρης Κανελλόπουλος


 HΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ, στὴν πρό­σο­ψη τοῦ ἑ­στι­α­το­ρί­ου, μα­ζὶ μὲ τὸ τσοῦρ­μο τῶν πε­ρί­ερ­γων ποὺ συ­νω­στί­ζον­ταν νὰ ἰ­δοῦν τὰ ψά­ρια πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ἀλ­λη­λο­σπρω­χνό­με­νος, ἀ­κρο­πα­τοῦ­σα μὰ δὲν ἀ­πο­φά­σι­ζα ν’ ἀ­πο­χω­ρή­σω. Στὸ πλά­ι ὁ σω­ρὸς με­γά­λω­νε, τὸν ἐ­νί­σχυ­ε μί­α χον­τρὴ κυ­ρά­τσα, μὲ μιὰ φω­νὴ ἀ­κο­νι­σμέ­νη, ἀ­γα­να­χτι­σμέ­νη.
       — Τί πε­ρί­ερ­γοι ἄν­θρω­ποι! Τί πε­ρί­ερ­γοι ἄν­θρω­ποι!
       Ἦ­ταν νω­ρίς, τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ἦ­ταν κλει­στό. Στὴν στο­ὰ ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ μα­γε­ρει­ό – τρεῖς κο­λῶ­νες πά­γου το­πο­θε­τη­μέ­νες ἡ μιὰ πά­νω στὴν ἄλ­λη καὶ λί­γα λου­λού­δια σκορ­πι­σμέ­να. Στὸ πλά­ι, τὸ ψά­ρι.
       — Ἕ­να νε­κρὸ ψά­ρι, αὐ­τὸ εἶ­ν’ ὅ­λο, ἔ­λε­γε ἡ γυ­ναί­κα ποὺ πλη­σι­ά­ζον­τας πλά­ϊ μου μ’ ἔ­πια­σε προ­στα­τευ­τι­κὰ ἀ­π’ τὸ χέ­ρι. Ἡ πα­λά­μη της ἦ­ταν ζε­στή, ἱ­δρω­μέ­νη. Ἡ ἀ­κο­νι­σμέ­νη φω­νή της, μοῦ τρυ­ποῦ­σε τὸ τύμ­πα­νο.
       Τὸ γυ­ά­λι­νο μά­τι τοῦ ψα­ριοῦ κοι­τοῦ­σε μὲ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Τὰ λέ­πια του ἔ­μοια­ζαν μὲ πρά­σι­να νύ­χια ποὺ ἔ­φερ­ναν πρὸς τὸ γα­λά­ζιο στὶς ἄ­κρι­ές τους. Κεί­τον­ταν τὸ μι­σὸ στὴ στο­ά, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ὁ πά­γος, καὶ τὸ ἄλ­λο μι­σὸ πά­νω στὴν ὑ­γρὴ ἄ­σφαλ­το τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου, μὲ τὸ κε­φά­λι γερ­μέ­νο στὸ ρεῖ­θρο.
       — Ἕ­να ψά­ρι στὸ πε­ζο­δρό­μιο;
       — Εἶ­ναι φερ­μέ­νο γιὰ τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο…
       — Τό­σο με­γά­λο ;
       Ἕ­νας ἄν­τρας ψη­λὸς σὰν σκουμ­πρί, μ’ ἕ­ναν γα­λά­ζιο χαρ­το­φύ­λα­κα στὴν μα­σχά­λη, ἔ­κα­νε χῶ­ρο νὰ βγοῦν. Κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος πρὸς ἐ­μέ­να καὶ μ’ ἀ­πει­λοῦ­σε μὲ τὸ δά­χτυ­λο. Εἶ­χαν ἀ­πέλ­θει ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι.
       — Ἕ­να ψά­ρι…
       Ἀ­να­σή­κω­σα τοὺς ὤ­μους. Ἡ γυ­ναί­κα στὸ πλά­ι μου πα­ρέ­με­νε ἀ­νερ­μή­νευ­τη. Σὰν νὰ ἦ­ταν ἀ­ναρ­τη­μέ­νη ἐ­κεῖ ὅ­πως στὶς ἐκ­θέ­σει­ς· κου­νοῦ­σε τὸ κε­φά­λι ἐ­πι­τι­μη­τι­κά. Κι αὐ­τὸ τὴν δι­α­σκέ­δα­ζε.
       — Νὰ τὸ κρε­μά­σεις στὸ τσιγ­κέ­λι ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι, ὅ­πως κρε­μοῦν τὸ μο­σχα­ρά­κι… ἀ­κό­μη κι ὅ­λοι οἱ κα­λε­σμέ­νοι ἑ­νὸς γά­μου μπο­ροῦν νὰ χορ­τά­σουν μ’ αὐ­τὸ!
       — Εἶ­ναι χον­τρομ­πα­λάς, χον­τρομ­πα­λάς, ἔ­λε­γε ἕ­νας κι ἄρ­χι­σε νὰ μὲ χα­ϊ­δεύ­ει στὸ κε­φά­λι. Κα­λὴ κι ἡ κα­βου­ρό­σου­πα!
       Κα­λαμ­πού­ρι­ζαν, χα­χά­νι­ζαν, με­ρι­κοὶ γουρ­γού­ρι­ζαν ὀ­ρε­ξά­τοι. Ἦ­ταν πρω­ι­νὸ ἐν πλή­ρῃ λει­τουρ­γί­ᾳ, ὁ ἥ­λιος ἔ­μελ­λε ν’ ἀ­ναρ­ρι­χη­θεῖ. Δὲν μπο­ροῦ­σα ν’ ἀ­πο­φα­σί­σω τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου. Τὸ ψά­ρι πε­θα­μέ­νο, φάν­τα­ζε με­γα­λύ­τε­ρο, πιὸ μα­κρύ. Σὰν ἄν­θρω­πος! Μὲ κοι­λιὰ γα­λα­ζω­πὴ ποὺ βαθ­μια­ῖα με­λά­νια­ζε. Τὰ λέ­πια του δὲν ἔ­λαμ­παν πιά, ἀλ­λὰ ἄ­χνι­ζαν. Τὸ μά­τι του πά­ραυ­τα πα­ρέ­με­νε γυ­α­λι­στε­ρό. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­φευ­γαν. Ἡ κυ­ρά­τσα μὲ φω­νὴ σάλ­πιγ­γος μ’ ἔ­βα­λε πό­στα:
       — Τί κοι­τᾶς μ’ ἀ­νοι­χτὸ τὸ στό­μα ; Δὲν ἔ­χεις δου­λειά; Τέ­τοιαν ὥ­ρα ἐ­σὺ δὲν θα ’­πρε­πε νὰ εἶ­σαι στὸ σχο­λεῖ­ο; Ἕ­να ψά­ρι πε­θα­μέ­νο εἶ­ναι, τί δι­ά­ο­λο τὸ κοι­τᾶς συ­νέ­χεια μὲ μά­τια γουρ­λω­μέ­να;
       Ὅ­λος ὁ κό­σμος τῆς ἔ­δι­νε δί­κιο. Κου­νι­οῦν­ταν οἱ τρί­χες τῶν μαλ­λι­ῶν της μὲ κα­τεύ­θυν­ση πρὸς τὰ κά­τω, κα­τερ­χό­με­νες κι αὐ­τὲς κα­τα­φα­τι­κά. Τὸ ἴ­διο καὶ ἡ ἀγ­κα­λιά της. Τὴν πά­τη­σα. Στὴ γω­νί­α ὅ­μως, στα­μά­τη­σα, εἶ­χα ξε­χά­σει νὰ ἰ­δῶ ἂν ἡ γυ­ναί­κα ἦ­ταν ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ καὶ γύ­ρι­σα. Ἐ­λά­χι­στοι εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει. Ἕ­νας γέ­ρος καμ­πού­ρης, μ’ ἕ­ναν τσίγ­κο στὸ χέ­ρι, κι ἀ­κό­μη δυ­ὸ-τρεῖς. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­φευ­γαν βι­α­στι­κοὶ γιὰ τὴν δου­λειά τους, ἀ­ραι­ὰ καὶ πού, ὅ­μως, ὅ­λο καὶ στα­μα­τοῦ­σε κά­ποι­ος. Τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μὲ ἀ­πό­λαυ­ση ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση, στὰ πε­τα­χτά. Στη­ρί­χτη­κα στὴν βι­τρί­να τοῦ ἑ­στι­α­το­ρί­ου καὶ ξε­χά­στη­κα κοι­τών­τας μὲς στὸ μά­τι του, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν μοῦ ἔ­λε­γε τί­πο­τα πιά. Ὅ­λα τὰ μά­τια τῶν ψα­ρι­ῶν εἶ­ναι ἴ­δια. Δὲν τολ­μοῦ­σα νὰ τ’ ἀγ­γί­ξω. Καὶ δὲν ξέ­ρω ἂν ἦ­ταν αὐ­τό, δὲν ἤ­θε­λα νά ’­ναι αὐ­τό, τὸ ψά­ρι ποὺ ἐρ­χό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο σὰν ἤ­μουν μό­νος. Τό­τε τὰ λέ­πια του ἄ­στρα­φταν σὰν χάν­τρες ἀ­μέ­θυ­στου. Κολ­λοῦ­σε στὸ τζά­μι τὸ ἐ­ξαί­σιο ρύγ­χος του, μὲ τὰ χον­τρά του μά­γου­λα καὶ στε­κό­ταν ἐ­κεῖ μα­ζί μου, μέ­χρι νὰ ση­κω­θεῖ τὸ φεγ­γά­ρι πά­νω ἀ­π’ τὸ σπί­τι καὶ πέ­ρα, πά­νω ἀ­π’ τὸ δρό­μο. Ὅ­ταν ἤ­μουν θλιμ­μέ­νος, χό­ρευ­ε μπρο­στὰ στὸ τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου μου, στὸ γα­λά­ζιο φῶς τοῦ φα­να­ριοῦ. Κά­τι σὰν τὸν χο­ρὸ τοῦ Κα­ραγ­κι­ό­ζη δη­λα­δή, κα­θὼς ἦ­ταν δυ­σκί­νη­το καὶ συ­χνὰ ἔ­χα­νε τὸν ρυθ­μὸ στὴν προ­σπά­θειά του νὰ φτά­σει ὣς ἐ­κεῖ πά­νω μὲ τὴ κοι­λιά του, χτυ­πών­τας τὴν οὐ­ρά του στὸν στύ­λο, πό­τε-πό­τε ἔ­πε­φτε μὲ τὸ ρύγ­χος πρὸς τὸ πε­ζο­δρό­μιο, ἀλ­λὰ μὲ τὸν και­ρό ἀ­να­κα­τευ­θυ­νό­ταν, καὶ μοῦ γι­νό­ταν ἀ­γα­πη­τό, καὶ γε­λοῦ­σα μὲ τὸ στό­μα ἀ­νοι­χτὸ μέ­χρι τ’ αὐ­τιὰ μὲ τὰ κα­μώ­μα­τά του. Δὲν ξέ­ρω ἂν αὐ­τὸ τὸ ψά­ρι, ἦ­ταν τὸ νε­κρὸ ψά­ρι. Λί­γο και­ρὸ με­τά, με­τα­κό­μι­σα μὲ τοὺς γο­νεῖς μου σὲ ἄλ­λη συ­νοι­κί­α, σὲ μιὰ με­γά­λη πο­λυ­κα­τοι­κί­α ὅ­που εἴ­χα­με καὶ μπαλ­κό­νι. Καὶ μ’ ἄ­ρε­σε νὰ βγαί­νω στὸ μπαλ­κό­νι, νὰ βλέ­πω τὰ φῶ­τα τῆς πό­λης, τὰ μι­κρὰ αὐ­τά χρυ­σὰ ψα­ρά­κια.
       Κα­τό­πιν ἔ­φτα­σα στὸ σχο­λεῖ­ο καὶ μπῆ­κα μέ­σα.


Ντου­μί­τρου Τσε­πε­νιάγκ (Dumitru Ţepeneag) (Βου­κου­ρέ­στι, 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1937). Γρά­φτη­κε στὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου χω­ρὶς νὰ τὴν τε­λει­ώ­σει. Στὴν συ­νέ­χεια σπού­δα­σε Παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στὴν Λο­γο­τε­χνί­α. Ὑ­πῆρ­ξε ση­μαῖ­νον στέ­λε­χος καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸς τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ «Αἰ­σθη­τι­κοῦ Ὀ­νει­ρι­σμοῦ» (1966) καὶ συ­νι­δρυ­τής του μα­ζὶ μὲ τοὺς Leonid Dimov, Vintilă Ivănceanu, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neaşcu, Emil Brumaru, Sorin Titel, Florin Gabrea si Virgil Tănase. Τὸ 1971 με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν θέ­σε­ων τῆς Ὁ­μά­δας ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Tezele din iulie» («Οἱ θέ­σεις τοῦ Ἰ­ου­λί­ου») ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἐκ­πα­τρι­στεῖ στὴν Γαλ­λί­α ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα του. Τὸ 1975 τοῦ ἀ­φαι­ρέ­θη­κε ἡ ρου­μα­νι­κὴ ἰ­θα­γέ­νεια ἀ­πὸ τὸ κομ­μου­νι­στι­κὸ κα­θε­στὼς Τσα­ου­σέ­σκου. Με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ μοι­ρά­ζε­ται τὸν χρό­νο του ἀ­νά­με­σα στὸ Πα­ρί­σι καὶ στὸ Βου­κου­ρέ­στι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ στὰ ρου­μα­νι­κὰ Alain Robbe-Grillet, Pinget, δο­κι­μι­ο­γρά­φους ὅ­πως ὁ Albert Béguin καὶ φι­λο­σό­φους ὅ­πως ὁ Jacpues Derrida, ὁ Alexandre Kojève κ.ἄ., ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ρου­μα­νι­κὴ στὴν γαλ­λι­κὴ τοὺς Leonid Dimov, Daniel Turcea, Ion Mureşan, Marta Petreu, Emil Brumaru καὶ Mircea Ivănescu. Στὴν Γαλ­λία ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Pigeon vole, μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ed Pastenague.

 Mε­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρου­μα­νι­κά:

Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος (Νε­μού­τα Ἠ­λεί­ας, 1954). Ἐκ­πα­τρί­στη­κε τὸ 1958, ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να, ὡς ἐ­σω­τε­ρι­κὸς με­τα­νά­στης. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α-Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ Ἱ­στο­ρί­α-Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος δι­ά­φο­ρων ἐκ­δο­τι­κῶν οἴ­κων καὶ ὡς Φι­λό­λο­γος στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των Ὁ­μί­χλη πέ­τρι­νη (Ἠ­ρι­δα­νός, 1986) Σκυ­θι­κὲς Ἐ­ρη­μί­ες (Κο­λω­νός, 1996), Σι­γὴ Ἀ­συρ­μά­του (Κο­λω­νός, 2005) καὶ Κλί­νη Σπό­ρου, Κα­λὴ (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2010). Ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴ Ρου­μα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πο­λι­ορ­κί­α, τεῦ­χος 16, Ἀ­πρί­λιος 1982. Τὸ 1984, ὀρ­γά­νω­σε καὶ πα­ρου­σί­α­σε στὸ ρου­μα­νι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό τὴν ἀν­θο­λο­γί­α νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης μὲ τὸ τί­τλο 42 Poeti Grecii Contemporani (42 Σύγ­χρο­νοι Ἕλ­λη­νες Ποι­η­τές). Τὸ 1996 ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ θέ­μα τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον τεῦ­χος 24, τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ρου­μά­νο ποι­η­τὴ Anatol Baconsky. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀ­πὸ τὸ 2006 ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὀ­ρο­πέ­διο.

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ"